Στο άρθρο 178 ΑΚ ορίζεται πως αν το περιεχόμενο μιας διαθήκης αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη. Τι είναι όμως τα χρηστά ήθη;
Τα χρηστά ήθη αποτελούν το περί ηθικής συναίσθημα του κατά τη γενική αντίληψη χρηστού, εχέφρονος και υγιώς σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου. Πρόκειται δηλαδή για τη μέση αντίληψη ενός ανθρώπου περί ηθικού και ανήθικου, δίκαιου και άδικου. Για να μπορεί να λεχθεί πως μια διάταξη τελευταίας βούλησης αντίκειται στα χρηστά ήθη λαμβάνονται υπόψη τα αίτια που ώθησαν τον διαθέτη να δράσει με τρόπο μη χρηστό, το σύνολο των συνθηκών και των περιστάσεων που αλληλεπιδρούν με τη διαθήκη καθώς και το περιεχόμενο της διαθήκης και τα αποτελέσματα αυτής. Για να γίνει πιο κατανοητό, μια διαθήκη λέμε πως αντίκειται στα χρηστά ήθη όταν ο διαθέτης προβαίνει στη διάθεση με τρόπο παράλογο και ολωσδιόλου αντίθετο με την αντίληψη περί ηθικής του μέσου ανθρώπου.
Αναλυτικότερα, έχουμε πρόδηλη αντίθεση στα χρηστά ήθη όταν ο διαθέτης εμφανίζει εμμονική συμπεριφορά υπέρ ή κατά ενός προσώπου χωρίς κάποια αιτιολογία επαρκή για τη διαστροφή του αυτή. Για παράδειγμα ο διαθέτης ενώ έχει 4 τέκνα, που του φέρονταν καλά, αναφέρει στη διαθήκη του πως όλη του τη περιουσία την αφήνει στη καθαρίστρια της πολυκατοικίας επειδή με το καθαρτικό που χρησιμοποιούσε η πολυκατοικία μύριζε υπέροχα. Άλλη μια περίπτωση αντίθεσης στα χρηστά ήθη είναι ο διαθέτης να επέδειξε αδικαιολόγητη περιφρόνηση σε εγγύτατα γι’ αυτόν συγγενικά πρόσωπα, όπως είναι τα παιδιά του, είτε μη αφήνοντας τους περιουσία, είτε αφήνοντας τους αμελητέο περιουσιακό μερίδιο σε σύγκριση με τον στενότατο δεσμό αίματος που είχαν. Επιπρόσθετα, διαθήκη αντίθετη στα χρηστά ήθη είναι πιθανόν να έχουμε όταν το τιμώμενο με αυτή πρόσωπο είναι ανήθικο ή αισχρό και δεν έχει γίνει διάθεση σε στενούς συγγενείς του θανόντος αλλά σε κάποιο πρόσωπο με παραβατική συμπεριφορά. Παρατηρούμε πως οι δύο κύριοι πυλώνες που μαρτυρούν διάθεση αντίθετη στα χρηστά ήθη είναι από τη μια το παράλογο, εμμονικό και αναιτιολόγητο της δικαιοπραξίας του διαθέτη και από την άλλη η περιφρόνηση των εγγύτατων κληρονόμων, δηλαδή των προσώπων που συνδέονται στενότατα με τον κληρονομούμενο.
Η επικρατέστερη νομικά άποψη, επισημαίνει πως ο κρίσιμος χρόνος για τη στάθμιση περί του ανήθικου ή όχι της διάταξης τελευταίας βούλησης είναι ο χρόνος του θανάτου του διαθέτη, καθώς σε αυτό το χρονικό σημείο η διαθήκη αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματα της. Αν τα δικαστήρια λοιπόν κρίνουν πως η διαθήκη του εκλιπόντος είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη, αναγνωρίζουν την ακυρότητα αυτής και θεωρείται πια πως η συγκεκριμένη διαθήκη δε συντάχθηκε ποτέ και άρα δεν υπάρχει. Εφόσον ακυρωθεί η διαθήκη εφαρμόζονται οι διατάξεις του κληρονομικού δικαίου περί εξ’ αδιαθέτου διαδοχής εκτός αν υπάρχει προγενέστερη έγκυρη διαθήκη, οπότε ισχύει η προγενέστερη. Συνεπώς, αν ακυρωθεί η διαθήκη θα ακολουθηθούν οι τάξεις της εξ’ αδιαθέτου διαδοχής που ορίζονται στο κληρονομικό δίκαιο . Στην πρώτη τάξη της κληρονομικής δαδοχής θα κληθούν η σύζυγος του θανόντος στο ¼ και τα τέκνα του στα ¾ της κληρονομιάς. Αν δεν έχει παιδιά θα ακολουθήσει η δεύτερη τάξη και ούτω καθεξής. Οι δικηγόροι στην Αθήνα έχουμε παρατηρήσει πως το πότε μια διαθήκη είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη αποτελεί μια προβληματική που απασχολεί μεγάλο μέρος των κληρονόμων και αυτός είναι ο λόγος που έγραψα το παρόν άρθρο ώστε να γίνει πιο κατανοητή η έννοια των χρηστών ηθών.
Συνοψίζοντας, στο ελληνικό νομικό σύστημα κατοχυρώνεται το ελευθέρως διατιθέναι του διαθέτη να καταλείπει τη περιουσία του ως κρίνει. Ωστόσο, η ελευθερία αυτή δεν είναι απεριόριστη καθώς αν δράσει χωρίς ειρμό σκέψης ή αν δεν αφήσει ικανό μερίδιο στους στενούς συγγενείς του, τότε αυτή η διαθήκη του δύναται να κριθεί ως αντίθετη στα χρηστά ήθη από το δικαστήριο και είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ