Από τον τρόμο της “Σιγκουρίμι” στο κολαστήριο του Σπατς – Συγκλονιστικές μαρτυρίες πρώην καταδίκων

Ο Χρήστος Νικολαΐδης με την κάμερα του Prime Time ταξίδεψαν στην Αλβανία και κατέγραψαν την πραγματική εκδοχή της «ζωής των Άλλων» 

 

 

Τριάντα πέντε χρόνια από την αρχή του τέλους του κομμουνιστικού καθεστώτος της Αλβανίας και σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Ενβέρ Χότζα, ο Χρήστος Νικολαΐδης με την κάμερα του Prime Time ακολουθούν εκείνους που από τη μία στιγμή στην άλλη βρέθηκαν στην απομόνωση, πίσω από βαριές σιδερένιες πόρτες και φτάνουν στο κολαστήριο του Σπατς – το διαβόητο στρατόπεδο εξόντωσης πολιτικών κρατουμένων, όπου υπέστησαν απάνθρωπα βασανιστήρια.

Συνεχίζοντας αυτή τη διαδρομή, τα βήματά τους μας οδηγούν στα Τίρανα, στο Ινστιτούτο Μελέτης των Αρχείων της Σιγκουρίμι – της πανίσχυρης μυστικής αστυνομίας της δικτατορίας του Χότζα. Σε διαδρόμους με χιλιάδες μεταλλικές θυρίδες, οι πρώην πολιτικοί κρατούμενοι αναζητούν τους -αποχαρακτηρισμένους πια- φακέλους που συνέταξε σε βάρος τους το καθεστώς. Στις κιτρινισμένες σελίδες τους διαβάζουν τις κατηγορίες που τους αποδόθηκαν, βασισμένες σε αίολες καταθέσεις πληροφοριοδοτών – συγχωριανών, φίλων ή ακόμα και συγγενών.

Ανοίγουν οι φάκελοι της Σιγκουρίμι, ανοίγουν και οι παλιές πληγές 

Μία απότομη βουτιά στο μαύρο παρελθόν της αποτολμά τους τελευταίους μήνες η αλβανική κοινωνία, με την παράδοση στους πρώην φυλακισμένους και εξορισμένους των φακέλων της Σιγκουρίμι, της διαβόητης υπηρεσίας ασφαλείας του καθεστώτος του Χότζα.

Η Αλβανία ζει τη δική της εκδοχή της περίφημης ταινίας “Οι ζωές των άλλων”. Έτσι, χιλιάδες άτομα που φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν από το 1945 έως το 1991, ανάμεσά τους και οι Βορειοηπειρώτες, έχουν το δικαίωμα να λάβουν αντίγραφο του φακέλου τους, που βρίσκεται αρχειοθετημένος με ευθύνη της Βουλής. 

Το ζήτημα σε αυτήν τη λυτρωτική αλλά συνάμα οδυνηρή διαδικασία είναι ότι ο κάθε πρώην κατάδικος βλέπει μέσα στους φακέλους τους πληροφοριοδότες, δηλαδή τα πρόσωπα που έδιναν στη Σιγκουρίμι, πληροφορίες για τη ζωή του και συχνά γίνονταν η αφορμή για συλλήψεις, βασανισμούς, φυλακίσεις και εξορίες. Είναι σαν να ανοίγει ξανά η παλιά χαίνουσα πληγή.

Η Δικτατορία του προλεταριάτου, το πιο στυγνό και ανελεύθερο καθεστώς

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το 1944 με την αποχώρηση των Γερμανών κατακτητών, την εξουσία καταλαμβάνει μετά από σύντομες εμφύλιες συγκρούσεις ανάμεσα σε κομμουνιστές και εθνικιστές αντάρτες ο αρχηγός των πρώτων Εμβέρ Χότζα. Αμέσως εγκαθιδρύει, στα πρότυπα του Σταλινισμού, τη δικτατορία του προλεταριάτου, το πιο στυγνό και ανελεύθερο καθεστώς που είδε μεταπολεμικά η Ευρώπη.

Οι περιουσίες δημεύονται, οι θρησκείες απαγορεύονται, εκκλησίες και τζαμιά μετατρέπονται σε αποθήκες, η άλλη άποψη πλην αυτήν του κράτους, απλώς απαγορεύεται. Και διώκεται αυστηρά!

Μία χαρακτηριστική περίπτωση Βορειοηπειρώτη καταδιωκόμενου είναι αυτή του 84χρονου σήμερα Μιχάλη Καψαλίδη. Πέρασε στις φυλακές της Αλβανίας 20 χρόνια από τη ζωή του, επειδή θεωρήθηκε ύποπτος δραπέτευσης στην Ελλάδα.

Δραπέτευσε στην Κέρκυρα πάνω σε μια σαμπρέλα 

Ο Αλέξης Μπάλας, Πρόεδρος του Συλλόγου Πολιτικών Κρατουμένων Χειμμάρρας, κατάφερε να δραπετεύσει το 1987 στην Κέρκυρα από την παραλία της Χειμάρρας, πάνω σε μια σαμπρέλα. “Από εδώ είναι η Αλβανία. Από εκεί είναι η ελευθερία, κοντά. Αυτή ήταν η ελπίδα μας” λέει ο Αλέξης Μπάλας. 

Όλο το σύστημα της Σιγκουρίμι στηριζόταν στους πληροφοριοδότες, αυτούς που σήμερα οι πρώην κατάδικοι ονομάζουν ρουφιάνους ή καταδότες. Υπήρχε προσεκτικά οργανωμένο σύστημα για τη στρατολόγηση και επιχειρησιακή λειτουργία τους

Ο ιστορικός ερευνητής Σταύρος Ντάγιος με καταγωγή από το Πωγώνι της Βορείου Ηπείρου έχει μελετήσει μεθοδικά τα αλβανικά αρχεία. Όπως αναφέρει, μία χαρακτηριστική περίπτωση Βορειοηπειρώτη διωκόμενου, που έχει μέσα της όλα τα τυπικά στοιχεία σύλληψης, απονομής κατηγοριών και φυλάκισης ατόμου ελληνικής καταγωγής αφορά έναν άνθρωπο που πέρασε στα αλβανικά κάτεργα 27 ολόκληρα χρόνια, μία ολόκληρη ζωή: ο Βορειοηπειρώτης Γιώργος Παπάς από το χωριό Τρέμουλη των Αγίων Σαράντα.  

Ο Γιώργος Παππάς ξεκαθαρίζει ότι δεν έχει καμία διάθεση να αναζητήσει τον φάκελο του, δεν θέλει να ξαναθυμηθεί τη Σιγκουρίμι, ακόμη και σήμερα που αυτή δεν υπάρχει! Ο ίδιος ξέρει πολύ καλά ποιος τον κατέδωσε, είχε άλλωστε την ευκαιρία να τον δει και να τον ξυλοφορτώσει μέσα στις φυλακές. Όλα άρχισαν στο μακρινό 1963 όταν μία παρέα τριών 22χρονων παιδιών αποφάσισαν να δραπετεύσουν στην Ελλάδα, μην αντέχοντας την καταπίεση του καθεστώτος. Στην κρίσιμη όμως στιγμή, ο ένας της παρέας, ο Σπύρος, εξαφανίστηκε λίγο πριν εμφανιστούν στρατιώτες και συλλάβουν τους άλλους δύο, που θα περάσουν τις επόμενες 2,5 δεκαετίες της ζωής τους μέσα στα κάτεργα του Χότζα.

Ένας άλλος Βορειοηπειρώτης, ο Χρήστος Τσάνος, που πέρασε 7 χρόνια στην εξορία δέχεται την πρόταση του Χρήστου Νικολαΐδη να ταξιδέψουν μαζί στα Τίρανα, για να παραλάβει τον φάκελο του, όπως και του πατέρα του που έμεινε στη φυλακή 14 χρόνια με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ της Ελλάδας.

Το ταξίδι για τα Τίρανα είναι σύντομο, η πτήση διαρκεί λιγότερο από μία ώρα. Αλλά για τον Χρήστο Τσάνο είναι ένα ταξίδι-αποκάλυψη στα οδυνηρά χρόνια της νιότης του. Τα αρχεία της Σιγκουρίμι έχουν αποθηκευτεί στο μεγάλο κτιριακό συγκρότημα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, στο κέντρο της Αλβανικής Πρωτεύουσας.

Η Αρχή Φύλαξης και Μελέτης του Αρχείου της Σιγκουρίμι είναι μία ανεξάρτητη αρχή, που λειτουργεί με την ευθύνη του Αλβανικού Κοινοβουλίου. Στεγάζεται στην πρώην Σχολή Ευελπίδων. Εκεί οι φάκελοι και όλα τα αρχεία φυλάσσονται σε άψογες συνθήκες, καταγράφονται και κατηγοριοποιούνται, ενώ σε δύο υπερσύγχρονα εργαστήρια ψηφιοποιούνται. Άλλωστε ψηφιακά είναι τα αντίγραφα που παραδίδονται στους πρώην κατάδικους.

Οι τακτοποιημένες αποθήκες αποπνέουν μία παγωμάρα. Εκεί είναι συγκεντρωμένα τα ντοκουμέντα της φρίκης ενός στυγνού καθεστώτος για περίπου 50 χρόνια. 

Τον κατασκόπευε ο πιο έμπιστος φίλος του

Υπάρχουν άνθρωποι που είδαν μέσα στο φάκελο τους ότι αυτός που παρακολουθούσε κάθε τους κίνηση, αυτός που ενημέρωνε την Κρατική Ασφάλεια για τις ιδέες και τις απόψεις τους δεν ήταν κάποιος αστυνομικός ή άγνωστος, αλλά ένα αγαπημένο πρόσωπο! Στα Σοφαράτικα της Δερόπολης συναντήσαμε τον συνταξιούχο δάσκαλο Γιώργο Μάσιο, που πέρασε 8 χρόνια της νιότης του στα κάτεργα του Χότζα, καταδικασμένος για προπαγάνδα κατά του Σοσιαλιστικού κράτους.

Ο Γιώργος Μάσιος είδε στον φάκελο του ότι τον κατασκόπευε ο πιο αγαπητός του συνάδελφος και έμπιστος φίλος του.

Από τον φάκελο του κ. Μάσσιου προκύπτει και κάτι άλλο ενδιαφέρον: Οι αξιωματικοί της Σιγκουρίμι έδιναν εγγράφως οδηγίες στους πληροφοριοδότες για το πώς θα ανοίξουν μία κουβέντα ώστε στην πορεία της να τον παγιδεύσουν, ωθώντας τον σε χαρακτηρισμούς κατά του καθεστώτος. 

Μπορεί σήμερα να ακούγεται αστείο, αλλά τα βάσανα του Γιώργου Μάσσιου άρχισαν με το γνωστό τραγούδι “Μαρία με τα κίτρινα”, κάτι που δείχνει και τον τρόπο δράσης των πληροφοριοδοτών. Το 1977 σε υλοποίηση κάποιων βημάτων ανοίγματος στον έξω κόσμο, στην Αλβανία προσκαλείται για συναυλίες η Μαρινέλλα!  Οι Βορειηπειρώτες γεμίζουν τα θέατρα και για πολλές μέρες σιγοτραγουδούν τις επιτυχίες της. Ο κ. Γιώργος συζητά το θέμα με τον φίλο αλλά και ρουφιάνο του. 

Τέτοιες γελοίες κατηγορίες εντόπισε στη δική του έρευνα και ο Σταύρος Ντάγιος, που διαβάζει μία αναφορά πληροφοριοδότη για έναν νέο Βορειοηπειρώτη επειδή άκουγε μουσική από το τρανζιστοράκι. Έφαγε 10 χρόνια φυλακή! 

Παρόμοιες αστειότητες εντόπισε στον φάκελο του πατέρα του Ηρακλή Σύρμου, ο γιος του Αχιλλέας και συγγραφέας βιβλίων για τη Βόρειο Ήπειρο με καταγωγή από τη Δερβιτσάνη. Η πρώτη αναφορά που τον καθιστά εχθρό του αλβανικού λαού είναι χαρακτηριστική.

Χιλιάδες αγνοούμενοι απλώς… εξαφανίστηκαν 

Υπάρχουν όμως και οι άνθρωποι που διαβάζοντας τους φακέλους των συγγενών τους, δεν παίρνουν απαντήσεις αλλά περισσότερα ερωτήματα και απορίες. Είναι οι συγγενείς των χιλιάδων αγνοουμένων, αυτών που απλώς εξαφανίστηκαν, μετά από μία σύλληψη και ανάκριση.

Όπως λέει η Παναγιώτα Νεράντζη, δασκάλα, ο πατέρας της “ήταν στη δουλειά και ξαφνικά δεν επέστρεψε ποτέ σπίτι του. … Μείναμε μόνοι μας, μεγαλώσαμε ουσιαστικά μόνοι μας. Καμία βοήθεια από το αλβανικό κράτος, αντιθέτως θα μπορούσαμε να πούμε. Και το παράπονο μας είναι αυτό. Γιατί. Ένα γιατί.”

Ο Αλέξης Μπάλας από τη Χειμάρρα δεν ξεχνά και δεν συγχωρεί όσους τον συκοφαντούσαν στις αναφορές τους προς την Κρατική Ασφάλεια. 

Κοινός τόπος στην Αλβανία του Χότζα ήταν τα βασανιστήρια. Η διαβόητη Σιγκουρίμι είχε το δικαίωμα να συλλαμβάνει χωρίς αιτιολογία όποιον επιθυμούσε και να τον κρατά για 72 ώρες. Ήταν η περίφημη απαγωγή, που συνοδευόταν από απάνθρωπα βασανιστήρια. 

Κατά το πρότυπο των Σοβιετικών Γκουλάγκ

Οι φυλακές στο Σπατς άρχισαν να λειτουργούν το 1968. Σήμερα οι εγκαταστάσεις έχουν εγκαταλειφθεί. Το τοπίο είναι ανατριχιαστικό. Τα κτίρια ρημάζουν, ενώ παντού πλανάται μία βαριά ατμόσφαιρα οδύνης, όπως ακριβώς και οι διηγήσεις των ανθρώπων που άφησαν εκεί τα καλύτερα τους χρόνια μέσα σε άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες κατά το πρότυπο των Σοβιετικών Γκουλάγκ. 

Αυτό το σφαγείο μύρισε θυμάρι, όπως λέει και ο ποιητής, μόνο για 3 ημέρες. Το 1973 οι κρατούμενοι στασίασαν ζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής, ξυλοφόρτωσαν κάποιους δεσμοφύλακες, πήραν τον έλεγχο του Γκουλάγκ και έζησαν για 3 ημέρες ελεύθεροι, πριν ο στρατός καταπνίξει τη στάση τους, τη Ρεβόλτα τους, όπως λέγεται στα αλβανικά. Ήταν η πρώτη έμπρακτη αμφισβήτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος, που έκανε διεθνή εντύπωση. 

Πηγή: skai.gr