Δεκατρία χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την τραγωδία της Marfin με τους τρεις νεκρούς – μία εκ των οποίων έγκυος – και 21 τραυματίες, που ουσιαστικά αποτέλεσαν θύματα του τυφλού μίσους σε ένα γεγονός που στιγμάτισε τη μνημονιακή Ελλάδα.
Η ψηφοφορία στη Βουλή για το πρώτο μνημόνιο είχε οριστεί στις 6 Μαΐου του 2010. Η παραμονή της ψηφοφορίας είχε κηρυχθεί ημέρα γενικής απεργίας και πορείας προς τη Βουλή. Η διαδήλωση μάλιστα εκείνης της ημέρας ήταν μία από τις μεγαλύτερες που έχει καταγραφεί στην πρόσφατη ιστορία της χώρας.
Συγκλονίζουν οι περιγραφές: Φώναζαν κάψτε τους
«Εγώ ήμουν στο παράθυρο που βλέπετε και ξαφνικά τρία άτομα με κουκούλες άρχισαν να σπάνε και να πετάνε μολότοφ. Σε δευτερόλεπτα το κτίριο λαμπάδιασε», δήλωσε ο πρώην εργαζόμενος στην τράπεζα, Αλέξανδρος Νικολόπουλος μιλώντας στον ΑΝΤ1. Η Άντζυ Τριανταφύλλου βρισκόταν στον δεύτερο όροφο του κτιρίου.
«Ξαφνικά ακούσαμε από το ισόγειο: ‘παιδιά καιγόμαστε’ και ανέβαιναν όλοι προς τα πάνω. Στο πατάρι, θα πεθαίναμε σαν τα ποντίκια, δεν υπήρχε διέξοδος. Ο καθένας προσπαθούσε να σώσει τον εαυτό του, οι καπνοί τόσο πυκνοί δεν βλέπαμε στο μισό μετρό». «Δεν είχαμε πειράξει κανέναν, είχαμε έρθει να δουλέψουμε για το μεροκάματο», σημείωσε η Άντζυ Τριανταφύλλου. Ο Αλέξανδρος Νικολόπουλος ήταν ο μοναδικός εργαζόμενος που κατάφερε να βγει από την είσοδο του κτιρίου. Οι υπόλοιποι πηδούσαν από τα μπαλκόνια. Δεν θα ξεχάσει ποτέ τους κουκουλοφόρους που φώναζαν: «Κάψτε τους». “Τα δευτερόλεπτα αυτά δεν θα τα ξεχάσω. Μας πετούσαν πέτρες, ‘να καείτε όλοι’”, φώναζαν.
Ομάδα αγνώστων ατόμων έριξε μολότοφ και ένα μπουκάλι με βενζίνη στην τράπεζα Marfin επί της οδού Σταδίου την ώρα που βρίσκονταν μέσα σε αυτήν περίπου 25-30 εργαζόμενοι. Οι περισσότεροι κατόρθωσαν να διαφύγουν, ωστόσο τρία άτομα πέθαναν από ασφυξία λόγω των τοξικών αναθυμιάσεων και του πυκνού καπνού. Η ταυτότητα των δραστών δεν έχει επιβεβαιωθεί μέχρι σήμερα. Το 2013 στελέχη της τράπεζας καταδικάστηκαν για φόνο εξ αμελείας τριών υπαλλήλων, για σωματικές βλάβες άλλων 21 υπαλλήλων και για πολλαπλές παραλείψεις στα μέτρα πυρασφάλειας και στην εκπαίδευση του προσωπικού.
Από την φωτιά που ξέσπασε στο υποκατάστημα της τράπεζας έχασαν τη ζωή τους ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης, 36 ετών, η Παρασκευή Ζούλια 35 ετών και η Αγγελική Παπαθανασοπούλου 32 ετών, η οποία ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος.
Marfin: Το χρονικό της τραγωδίας
Ενώ η κύρια πορεία των διαδηλωτών ανέβαινε την οδό Σταδίου κατευθυνόμενη προς τη πλατεία Συντάγματος, ομάδα κουκουλοφόρων επιτέθηκε στο κτίριο της Marfin. Πέταξε μέσα μολότοφ και ένα μπουκάλι με βενζίνη. Σύντομα βαρύς καπνός τύλιξε όλο το υποκατάστημα. Οι περισσότεροι υπάλληλοι στοιβάχτηκαν στον μικρό φωταγωγό που επικοινωνούσε μέσω πλέγματος με την ταράτσα, το οποίο πλέγμα ένας εξ αυτών κατάφερε και έσπασε. Στη συνέχεια αναρριχήθηκαν από τον φωταγωγό στη στέγη, απ’ όπου πήδηξαν σε διπλανό κτίριο σπάζοντας τη τζαμαρία του με καδρόνι ενώ κάποιοι είχαν βγει στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου.
Οι Επ. Τσάκαλης, Π. Ζούλια και Αγ. Παπαθανασοπούλου εγκλωβίστηκαν από τις φλόγες στον 3ο όροφο του κτιρίου, με αποτέλεσμα να πεθάνουν από ασφυξία. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή Φίλιππο Κουτσάφτη «Ο καπνός και τα τοξικά αέρια από την καύση των πλαστικών και χαρτικών τους σκότωσαν σχεδόν αμέσως. Απώλεσαν τις αισθήσεις τους και λίγο μετά πέθαναν». Όταν βρέθηκαν είχαν τα στόματά τους ανοιχτά και τα πρόσωπά τους ήταν μαύρα από τον καπνό. Φαίνεται πως είχαν προσπαθήσει να βγουν από το εσωτερικό του κτιρίου από την πόρτα της ταράτσας, η οποία όμως δεν άνοιγε.
Κάποιες ομάδες με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά, από αυτές που κινούνταν παράλληλα προς την πορεία, είχαν προσπαθήσει να πραγματοποιήσουν εμπρηστική επίθεση σε βιβλιοπωλείο της αλυσίδας Ιανός που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την τράπεζα και σε μίνι-μάρκετ, αλλά αποτράπηκαν εν μέσω αντιδράσεων.
Marfin: Οι ποινές
Ως ύποπτος για τον εμπρησμό της τράπεζας συνελήφθη ένα άτομο (Θ.Σ.), το οποίο παραπέμφθηκε σε δίκη για τα εγκλήματα της «ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως τελεσθείσας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά συναυτουργία και κατά συρροή τετελεσμένης και εν απόπειρα, της εκρήξεως εκ της οποίας επήλθε θάνατος και κίνδυνος για ανθρώπους και ξένα πράγματα, της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικής βόμβας και της απρόκλητης φθοράς ξένης περιουσίας διά εκρήξεως από πρόσωπο που είχε καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του». Το βούλευμα αναφέρει ότι υπήρχαν και άλλα δύο άτομα αυτουργοί του εμπρησμού, τα οποία είναι άγνωστα. Ταυτόχρονα παραπέμφθηκε σε δίκη ένα ακόμα πρόσωπο για τον εμπρησμό στο βιβλιοπωλείο “Ιανός”.
Μετά από πολλές αναβολές, η δίκη ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2016 χωρίς κάποιος από τους αυτουργούς του εμπρησμού να έχει καταδικαστεί. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος αυτοχαρακτηρίζεται αναρχικός, κρίθηκε ομόφωνα αθώος από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών «ελλείψει ικανών ενδείξεων ενοχής». Αυτόπτες μάρτυρες κατέθεσαν στη δίκη ότι ο εμπρησμός έγινε από ομάδα που είχε δομή και ήταν συντεταγμένη. Πυροσβέστες κατέθεσαν ότι κάποιοι διαδηλωτές τους εμπόδιζαν να προσεγγίσουν ενώ άλλοι προσπαθούσαν να τους απομακρύνουν, αλλά γενικά το μεγάλο πλήθος των διαδηλωτών τους διευκόλυνε να φτάσουν στο υποκατάστημα.
Σε άλλη δίκη που ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2013 κρίθηκαν ένοχοι ο διευθύνων σύμβουλος της Marfin, ο υπεύθυνος ασφαλείας του κτιρίου και η διευθύντρια του καταστήματος για φόνο εξ αμελείας τριών υπαλλήλων, για σωματικές βλάβες άλλων 21 υπαλλήλων και για πολλαπλές παραλείψεις στα μέτρα πυρασφάλειας και στην εκπαίδευση του προσωπικού. Συγκεκριμένα, στο πόρισμα που συνέταξε ο τεχνικός επιθεωρητής του Υπουργείου Εργασίας αναφέρεται πως η έξοδος κινδύνου ήταν κλειδωμένη και πως για να ανοίξει ήταν απαραίτητη η χρήση τηλεχειριστήριου, το οποίο βρισκόταν στην κατοχή της διευθύντριας. Μία εργαζόμενη κατέθεσε πως είχε γίνει μία φορά επίδειξη χρήσης των πυροσβεστήρων, και μία άλλη πως είχαν διανεμηθεί στο προσωπικό ενημερωτικά φυλλάδια για θέματα πυροπροστασίας. Όλοι οι εργαζόμενοι κατέθεσαν πως δεν είχε γίνει ποτέ άσκηση εκκένωσης του κτιρίου. Επίσης το υποκατάστημα δεν διέθετε το απαιτούμενο από το νόμο πιστοποιητικό πυρασφάλειας. Επιπλέον, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, όχι μόνο δεν είχε δοθεί εντολή στους υπαλλήλους να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους πριν τον εμπρησμό, όταν ήδη υπήρχαν φόβοι για σοβαρά επεισόδια στην πορεία που διέσχιζε τη Σταδίου, αλλά αντίθετα τους είχε δοθεί η οδηγία να εργαστούν κανονικά.
Τα τρία στελέχη της τράπεζας καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης, οι δύο πρώτοι 22 ετών και η διευθύντρια του καταστήματος πέντε ετών και ενός μήνα. Εκ των υστέρων έγινε γνωστό ότι οι υπάλληλοι βρίσκονταν στη τράπεζα εκείνη τη μέρα παρόλο που είχε κηρυχτεί γενική απεργία από φόβο μην απολυθούν. Επίσης έγιναν αγωγές θυμάτων και συγγενών τους κατά της τράπεζας. Ορίστηκε η καταβολή αποζημίωσης περίπου 1,1 εκατομμυρίου ευρώ στους συγγενείς ενός θύματος και 720.000 ευρώ στους υπαλλήλους που εγκλωβίστηκαν στο κτίριο.
Η άρνηση αποζημιώσεων από τον Άρειο Πάγο
Το 2020 ο Άρειος Πάγος αποφάσισε την αναίρεση του αστικού σκέλους που αφορά στην εμπρηστική επίθεση του υποκαταστήματος της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίου. Συγκεκριμένα, το πολιτικό τμήμα του ανώτατου δικαστηρίου έκρινε πως θα πρέπει να συζητηθούν εκ νέου οι αγωγές συγγενών των θυμάτων και υπαλλήλων.
Κι αυτό γιατί, όπως ανέφερε στο σκεπτικό του, το Μονομελές Εφετείο της Αθήνας με την απόφαση του 2015, με την οποία διέταξε την καταβολή ποσών από 25.000 έως 350.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, “υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας κατά τον προσδιορισμό του ποσού, το οποίο είναι εύλογο στη συγκεκριμένη περίπτωση ως χρηματική ικανοποίηση, τόσο για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης ενός εκάστου εκ των εναγόντων μελών της οικογένειας της θανούσας σε εργατικό ατύχημα, Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, όσο και για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ενός εκάστου των λοιπών εναγόντων”.
Μάλιστα το δικαστήριο παραλλήλισε την φονική εμπρηστική επίθεση του 2010 με… “ατυχήματα που συμβαίνουν στην καθημερινή πραγματικότητα, με τρόπο εξ ίσου αιφνίδιο και αποτρόπαιο”, καταλήγοντας πως “ένα τρομοκρατικό χτύπημα δεν μπορεί να σηματοδοτήσει την αύξηση των ποσών της αποζημίωσης”.
Τα γεγονότα στην Marfin σημάδεψαν για τα επόμενα χρόνια το πολιτικό βίο, το δημόσιο λόγο, αλλά και την αντίδραση της κοινωνίας σε όσα βίωσε η χώρα στα χρόνια της κρίσης, ενώ οι δολοφόνοι των τριών δεν βρέθηκαν ποτέ.