Λίγους μήνες μετά την Συμφωνία των Πρεσπών και ενόψει των αποτελεσμάτων των Βουλευτικών εκλογών, μια είναι η λέξη που ηχεί εκκωφαντικά στα αυτιά όλων των Ελλήνων και ιδιαίτερα των Ελλήνων Μακεδόνων επιχειρηματιών και εμπόρων, σχετικά με το Μακεδονικό ζήτημα και την τύχη των μακεδονικών σημάτων και γεωγραφικών ενδείξεων. Μια λέξη που αναφέρθηκε στη πρόσφατη σύσκεψη που διοργάνωσε ο ΣΕΒΕ παρουσία του προέδρου της ΝΔ και νυν πρωθυπουργού, από εκπροσώπους μεγάλων Ελληνικών Μακεδονικών εταιριών όπως η Κα. Μαίρη Χατζάκου της «ΜΕΒΓΑΛ» καθώς και ο Κος. Κώστας Χαΐτογλου της «ΑΦΟΙ Χαΐτογλου». Μια λέξη με βαρύνουσα σημασία κι καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη αυτού του μείζονος ζητήματος που προέκυψε και γιγαντώθηκε μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών και που σήμερα καλείται να λύσει η νέα κυβέρνηση που ανέλαβε τη σκυτάλη. Δεν είναι άλλη φυσικά από τη λέξη ΣΥΓΧΥΣΗ.
Αναφορικά με τα σήματα που φέρουν τον όρο «Μακεδονικός» ή «Μακεδονία», δεν είναι λίγοι εκείνοι που ορθά προτρέπουν τις ελληνικές μακεδονικές επιχειρήσεις να προβούν σε κατοχύρωση αυτών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο εύλογα γεννάται το ερώτημα αν αυτή η κατοχύρωση είναι επαρκής λύση στο πρόβλημα της σύγχυσης.
Τόσο ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός για τα Σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Οδηγία όσο και η υπάρχουσες εθνικές νομοθεσίες για την προστασία και κατοχύρωση των σημάτων, προβλέπουν ότι σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από ενδείξεις που δηλώνουν τη γεωγραφική προέλευση ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, θεωρούνται από τη φύση τους πως έχουν περιγραφικό χαρακτήρα και κατ’επέκταση δεν μπορούν να κατοχυρωθούν. Στην περίπτωση ωστόσο που τα σήματα αυτά συνοδεύονται από άλλα στοιχεία ( π.χ εικόνες, κείμενο κ.λπ.) που καθιστούν τον χαρακτήρα τους διακριτικό, μπορούν να κατοχυρωθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Συμπληρωματικά με αυτό, σήματα που χαίρουν φήμης και αναγνωσιμότητας από το καταναλωτικό κοινό προστατεύονται από τα παραπάνω νομοθετικά κείμενα ακόμα και στην περίπτωση που αυτά δεν έχουν προηγουμένως κατοχυρωθεί. Ωστόσο, τα παραπάνω αποτελούν νομοθετικά, μόνο την κορυφή του παγόβουνου ενώ παράλληλα θα πρέπει να πληρούνται κι άλλες προϋποθέσεις για την πλήρη κατοχύρωση και εξασφάλιση προστασίας των σημάτων με τον όρο «Μακεδονικός».
Επιπλέον, μια λεπτομέρεια που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ούτε να παραβλέπεται είναι το γεγονός πως, η εθνική νομοθεσία των δύο χωρών προβλέπει ότι τα ονόματα κρατών δεν κατοχυρώνονται ως σήματα. Αυτή η πρόβλεψη ενώ δεν υπάρχει αυτή καθεαυτή στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία, αποτρέπει ελληνικές μακεδονικές επιχειρήσεις να κατοχυρώσουν τα σήματα τους σε εθνικό επίπεδο στις δύο χώρες, δημιουργώντας αβεβαιότητα για το μέλλον των εθνικών σημάτων.
Όσον αφορά τις γεωγραφικές ενδείξεις και τις ονομασίες προέλευσης, τόσο οι Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί όσο και η εθνική νομοθεσία της Βόρειας Μακεδονίας προβλέπουν ότι ομώνυμες ονομασίες κατοχυρώνονται μόνο εφόσον γίνεται επαρκής διάκριση. Σε αυτή την περίπτωση και με βάση τις επιταγές της Συνθήκης των Πρεσπών για αμοιβαίες λύσεις σε θέματα σημάτων και γεωγραφικών ενδείξεων, η πιο πιθανή λύση κατά την είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι η συνύπαρξη των γεωγραφικών ενδείξεων των δύο χωρών με τη προσθήκη διακριτικών που θα καθιστούν ξεκάθαρη και σαφή την προέλευση του κάθε προϊόντος. Μια τέτοια προσθήκη θα σήμαινε πως ο όρος «Βόρεια» θα συμπεριλαμβάνεται σε όλες τις ονομασίες προέλευσης της Βόρειας Μακεδονίας, ενώ αντίστοιχα ο όρος «Ελληνικός» σε ονομασίες προέλευσης της Μακεδονίας. Ωστόσο, και σε αυτό ακόμα το σενάριο, κανείς δεν εγγυάται την πραγματική αποφυγή της σύγχυσης και την οριστική και ουσιαστική επίτευξη της διάκρισης μεταξύ των προϊόντων των δύο χωρών.
Μέσα λοιπόν, σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας που επικρατεί, η Συνθήκη των Πρεσπών κάθε άλλο παρά διαλευκάνει την κατάσταση. Αντιθέτως, η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» δημιουργεί την λανθασμένη εντύπωση στο ευρωπαϊκό και διεθνές κοινό πως η Μακεδονία είναι ΜΙΑ και απλώς χωρίζεται. Όπως εύλογα ανέφερε ο Γεδεών Βούλης της «Βούλης Γεδεών και ΣΙΑ», «η ονομασία Βόρεια Μακεδονία είναι περίεργη καθώς, δεν υπάρχει ισόποση οντότητα απέναντί της και συνειρμικά ένας ξένος πελάτης τη θεωρεί ως Μακεδονία». Συμπληρωματικά με αυτό, η Συμφωνία των Πρεσπών προβλέπει ενίσχυση και εμβάθυνση της συνεργασίας των δύο περιοχών στο εμπόριο κάτι το οποίο έρχεται σε λογική αντίθεση με τη προσπάθεια των ελληνικών Μακεδονικών επιχειρήσεων να διαχωρίσουν τόσο τη θέση τους όσο και τα προϊόντα τους από αυτά της Βόρειας Μακεδονίας, στις αγορές του εξωτερικού.
Τα πρόσφατα γεγονότα με την απόρριψη ελληνικών «μακεδονικών» οίνων στην Κίνα λόγω έλλειψης αδειοδότησης από την Βόρεια Μακεδονία και την εμφάνιση των οίνων της Βόρειας Μακεδονίας σε έκθεση στο Ντισελντορφ μόνο με την ονομασία «Μακεδονικά», δημιουργούν ερωτηματικά σχετικά με την αντίληψη του κόσμου για το τι θεωρείται «Μακεδονικό» προϊόν στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές. Μήπως ο λόγος απόρριψης των ελληνικών «Μακεδονικών» οίνων ήταν μεταξύ άλλων και η πεποίθηση του καταναλωτικού κοινού στην Κίνα πως ο όρος «Μακεδονικός» αφορά αποκλειστικά προϊόντα που προέρχονται από το μέχρι πρόσφατα για εμάς FYROM; Μήπως η μετέωρη κατάσταση που επικρατούσε επί χρόνια σχετικά με την ονομασία «Μακεδονία» και η παράλληλη χρήση της ονομασίας από τα εως σήμερα για εμάς «Σκόπια» δημιούργησε εσφαλμένα κατεστημένα και παγιωμένες αντιλήψεις παγκοσμίως σχετικά με το ποια πραγματικά είναι η Μακεδονία; Μήπως εν τέλει η λύση δεν είναι μόνο η νομική κατοχύρωση αλλά η γνωστοποίηση και η καθιέρωση στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές πως «Μακεδονία» είναι μόνο ελληνική και «Μακεδονικά» μόνο τα προϊόντα που προέρχονται από αυτήν; Κάτι τέτοιο καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολο λαμβάνοντας υπόψιν τις μέχρι σήμερα στρατηγικές κινήσεις της Βόρειας Μακεδονίας πολύ πριν από την Συμφωνία των Πρεσπών.
Γεγονότα όπως η αναγνώριση της προηγούμενης συνταγματικής ονομασίας («Δημοκρατία της Μακεδονίας») της Βόρειας Μακεδονίας από πληθώρα κρατών πολύ πριν την Συμφωνία των Πρεσπών καθώς και η ίδρυση του οργανισμού για τη προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων το Μάιο του 2013 για τη προστασία και την προώθηση των «Μακεδονικών» οίνων, αποτελούν τεκμήρια μιας συστηματικής προσπάθειας από τη πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας να καθιερώσει τόσο την ονομασία της όσο και τη θέση της στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές. Επιπλέον οι διμερείς συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση που αφορούν μεταξύ άλλων και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων για οίνους καθώς επίσης και το γεγονός πως η εθνική νομοθεσία της Βόρεια Μακεδονίας για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας συγκλίνει πλήρως με τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς και Οδηγίες, δημιουργούν την εντύπωση πως η ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα σενάριο εγγύτερο από ότι ίσως αναμενόταν από πολλούς Έλληνες.
Μπροστά σε όλα αυτά η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμένει αμέτοχη. Τόσο οι ελληνικές μακεδονικές επιχειρήσεις όσο και η κυβέρνηση αυτή καθεαυτή θα πρέπει να προβούν σε στρατηγικές κινήσεις με επίκεντρο τη διαφήμιση και την προώθηση των ελληνικών μακεδονικών προϊόντων. Αντιμέτωπη με μια πραγματικότητα που θέλει την Βόρεια Μακεδονία να βρίσκεται σε ανταγωνιστική θέση στις διεθνείς και ευρωπαϊκές αγορές, η Μακεδονία δεν μπορεί παρά να σκεφτεί πρωτοποριακά και «έξω από το κουτί», βρίσκοντας τρόπους ενίσχυσης της θέσης της. Έννοιες όπως το destination branding παρόλο που έχουν πρωταρχικό σκοπό την ενίσχυση του τουρισμού, μπορούν να επιτελέσουν καθοριστικό ρόλο στην δημιουργία διαχωριστικών γραμμών μεταξύ Μακεδονίας και Βόρειας Μακεδονίας. Η δημιουργία ενός brand name και ενός σλόγκαν που θα εσωκλείει τα χαρακτηριστικά της Μακεδονίας και θα διαφημίζει το προορισμό, μπορεί να λειτουργήσει ως σωτήρια λέμβος για τις μακεδονικές επιχειρήσεις που θα το χρησιμοποιούν παράλληλα με τα δικά τους σήματα. Η διαφήμιση του προορισμού μπορεί να διορθώσει την εσφαλμένη εντύπωση που για χρόνια είχε δημιουργηθεί παγκοσμίως πως Μακεδονία είναι το κράτος που για όλους τους Έλληνες αποκαλούνταν Σκόπια ή FYROM. Μακροπρόθεσμα, η ελληνική πλευρά μπορεί να ελπίζει πως θα βρεθούν ασφαλείς λύσεις στο πρόβλημα της σύγχυσης που τόσο έντονα δημιουργεί η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» αλλά και τα όσα προβλέπει η Συνθήκη των Πρεσπών.
Ποια θα είναι η κατάληξη αυτού του μείζονος ζητήματος που πλήγωσε τον ελληνισμό; Οι δράσεις μας θα καθορίσουν το αποτέλεσμα!
Η Άννα Σφέτσιου είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου, στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο της Πνευματικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης και ασκούμενη δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης