Άδενδρο: Ανταπόκριση Lena Kostoudi-Νίκος Φωτόπουλος
Ένα από τα ωραιότερα και παλιότερα έθιμα των Χριστουγέννων, που τελείται ως και σήμερα στα χωριά του Ρουμλουκιού είναι τα “Ρουγκάτσια”. Το έθιμο αυτό συναντιέται και σε άλλες περιοχές του Βορειοελλαδικού χώρου, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, δηλώνοντας τις μεταμφιέσεις ανδρών κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου και την περιοδεία τους σε κοντινές πολιτείες και χωριά. Οι μεταμφιέσεις αυτές αλλού παίρνουν την μορφή ζώων (αρκούδα, λύκος, τράγος, καμήλα) και αλλού φορούν ρούχα οπλισμένων αντρών, όπως στο Ρουμλούκι. Τα Ρουγκάτσια αναφέρονται σε άλλες περιοχές ως Αρουγκουτσιάρια, Λουγκατσιάρια, Ρουγκουτσιάρια.
Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για την προέλευση της λέξης “ρουγκάτσια”. Η πιο έγκυρη ίσως άποψη μελετητών αναφέρει ότι η λέξη ρουγκάτσια προέρχεται από τη λατινική “rogatio”, που σημαίνει ζήτηση (erogatio = απονομή, διανομή). Τα ρουγκάτσια στην ουσία είναι αυτοί που ζητάνε. Η απαρχή του εθίμου αυτού ανάγεται στα πρωτοβυζαντινά χρόνια. Στη Βυζαντινή περίοδο ανέθεταν τη φύλαξη ορισμένων περιοχών σε μισθοφόρους, οι οποίοι περιόδευαν μία φορά το χρόνο στην περιοχή που προστάτευαν και συσυνέλεγανη ρόγα, το συμφωνημένο ετήσιο μισθό τους από τους κατοίκους της. Αυτή η συνήθεια διατηρήθηκε και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας από τους αρματολούς.
Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν δεν υπήρχε πια η ανάγκη για διατήρηση μισθοφόρων στρατιωτών, οι κάτοικοι ενός χωριού με τη σύμφωνη γνώμη της εκκλησίας αναπαράστησε το έθιμο με τα ρουγκάτσια, δηλαδή την παλιά συνήθεια των μισθοφόρων να συγκεντρώνουν χρήματα, που αυτή τη φορά συγκεντρώνονταν για τις ανάγκες της εκκλησίας του χωριού, του σχολείου και γενικότερα της κοινότητας.
Τα ρουγκάτσια ήταν μία παρέα από δέκα – δεκαπέντε παλικάρια, ντυμένα με φουστανέλες και τσαρούχια και οπλισμένα με σιδερένια σπαθιά και αργότερα ξύλινα, που περιόδευαν χορεύοντας από σπίτι σε σπίτι σε όλα τα χωριά του κάμπου μέχρι και τη Νάουσα και μάζευαν χρήματα και γεννήματα (δημητριακά), δηλαδή “βακούφι” για την εκκλησιαστική επιτροπή του χωριού τους.
Τα πιο ψηλά και γεροδεμένα παλικάρια του χωριού διαλέγονταν για να γίνουν “ρουγκατσιαροί ή ρουγκατσιαραίοι ή ρουγκατσιάρηδες”. Οι τρεις καλύτεροι από αυτούς γίνονταν “καπεταναραίοι”, δηλαδή οι αρχηγοί της ομάδας. Έπειτα, αφού επιλέγονταν οι ρουγκατσιάρηδες και οι αρχηγοί τους, έπρεπε να μάθουν τέσσερις συνεχόμενους χορούς που χόρευαν κατά τη περιοδεία τους στα χωριά με τη συνοδεία ζουρνάδων, νταουλιών και καμιά φορά πίπιζας. Όλοι μαζί οι τέσσερις αυτοί χοροί ονομάζονταν “ρουγκατσιάρικος”.