Επιμέλεια: Κώστας Πλαγάκος
Η ανέγερση του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου ήταν επιθυμία των κατοίκων των Μεσαίων Κουφαλίων του δεκάτου ενάτου αιώνα. Μέχρι την ανέγερσή του οι κάτοικοι των Μεσαίων Κουφαλίων δεν είχαν δική τους ενορία και εκκλησιαζόταν στους ναούς του Αγίου Αθανασίου (Άνω Κουφάλια) και της Αγίας Τριάδας (Κάτω Κουφάλια), αναλόγως της απόστασης κάθε ναού από την κατοικία τους. Σύμφωνα όμως με το έθιμο εκείνης της εποχής κάθε στασίδι ανήκε στην αποκλειστική χρήση ορισμένου ενορίτη και πολλές φορές “μεταβιβαζόταν” από το ένα μέλος της οικογένειας στο άλλο με αποτέλεσμα οι πιστοί των Μεσαίων Κουφαλίων να μην έχουν στασίδι για να καθίσουν. Λόγω της απροθυμίας των ενοριτών των Άνω και των Κάτω Κουφαλίων να παραχωρήσουν στασίδια των εκκλησιών τους, δηλαδή του Αγίου Αθανασίου και της Αγίας Τριάδας, στους κατοίκους των Μεσαίων Κουφαλίων, αυτοί αισθάνονταν “ξένο σώμα” στις ενορίες των δύο οικισμών και αποφάσισαν να αποκτήσουν το δικό τους ναό. Η απόφαση να αφιερωθεί ο νέος ναός στον Άγιο Γεώργιο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο σεβασμό που έτρεφε το τουρκικό στοιχείο προς τον Άγιο αυτό, οπότε ήταν ευκολότερο να ληφθεί η άδεια ανέγερσης από τους τοπικούς μπέηδες. Δεν είναι γνωστό πότε ελήφθη η σχετική άδεια αλλά η αποπεράτωση χρονολογείται το έτος 1874. Ο ναός οικοδομήθηκε σύμφωνα με το ρυθμό της τρίκλιτης βασιλικής με ξύλινη στέγη.
Μέχρι περίπου το έτος 1930 στο προαύλιο της εκκλησίας υπήρχαν και κοιμητήρια. Ο χώρος που βρίσκεται ακριβώς πίσω από το ιερό προοριζόταν για την ταφή των ιερέων ενώ ο υπόλοιπος χώρος για την ταφή των ενοριτών.
Πρέπει να αναφερθεί ότι η κατασκευή της εκκλησίας έγινε με προσφορές υλικών και εργασίας από τους ίδιους τους κατοίκους των Μεσαίων Κουφαλίων και αυτός είναι ο λόγος που εντοπίζονται αρκετές αρχιτεκτονικές και οικοδομικές κακοτεχνίες, αυτοσχεδιασμοί και γενικώς ατέλειες. Σημαντικό είναι να τονισθεί ότι αρχικά δεν υπήρχε ο υπερυψωμένος πρόναος που συναντά κανείς μπαίνοντας σήμερα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ούτε η σημερινή κεντρική είσοδος του ναού με προσανατολισμό προς τα δυτικά. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 υπήρχε μόνο ο κυρίως ναός και η μικρή είσοδος στη νότια πλευρά (απέναντι από το καμπαναριό). Η εκκλησία ολοκληρωνόταν στο σημείο που σήμερα βρίσκεται η σκάλα που συνδέει τον πρόναο με τον κυρίως ναό ενώ ακριβώς επάνω από το χώρο της σκάλας, η οποία τότε δεν υπήρχε, βρισκόταν ο γυναικωνίτης. Λίγο μετά το έτος 1960 προστέθηκε ο πρόναος, δημιουργήθηκε η δυτική είσοδος και κατεδαφίσθηκε ο γυναικωνίτης. Έτσι εξηγείται η ύπαρξη ενός παραθύρου στον πρόναο, δίπλα στο δεξί προσκυνητάρι, από το οποίο ο ευρισκόμενος στον πρόναο μπορεί να δει μέσα στον κυρίως ναό. Το παράθυρο αυτό αρχικά ανήκε στον εξωτερικό τοίχο του ναού αλλά με την επέκταση που έγινε τότε δεν κλείσθηκε αλλά βρέθηκε στο εσωτερικό της εκκλησίας. Δίπλα και αριστερά της πλάγιας μικρής εισόδου που υπάρχει ακόμη στον κυρίως ναό, ήταν τοποθετημένες οι θέσεις των μελών της επιτροπής και το παγκάρι. Οι οικοδόμοι που εργάστηκαν στις παραπάνω εργασίες (δημιουργία προνάου με κεντρική είσοδο του ναού και κατεδάφιση γυναικωνίτη) είναι οι Ιβανούδης Βέλκος, Καραπήτας Δημήτριος και Σιανίδης Αναστάσιος.Οι παραπάνω οικοδομικές εργασίες έγιναν στο πλαίσιο γενικής ανακαίνισης που δρομολόγησε ο πατήρ-Γεώργιος Γκορίδης, εφημέριος του Ιερού Ναού από το έτος 1958 που χειροτονήθηκε, έως και το έτος 2005 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Η ανακαίνιση αυτή, που έγινε με την άδεια της Μητρόπολης, περιλάμβανε, πλην των ανωτέρω εργασιών, αντικατάσταση του πέτρινου δαπέδου με μωσαϊκό και αντικατάσταση όλης της επίπλωσης.
Τη νέα επίπλωση του ναού, η οποία περιλάμβανε κυρίως νέα στασίδια, παγκάρι, τα δύο προσκυνητάρια, τα δύο αναλόγια και το δεσποτικό, την είχε αναλάβει ο βιοτέχνης Ηλίας Μπόλαρης από τις Σέρρες, ο οποίος δραστηριοποιούνταν στην κατασκευή και εμπορία εκκλησιαστικών και ξυλόγλυπτων επίπλων. Όπως θυμάται χαρακτηριστικά ο πατήρ-Γεώργιος Γκορίδης η χρέωση για κάθε στασίδι ήταν 250 δραχμές ενώ το κάθε προσκυνητάρι κόστισε 500 δραχμές. Λόγω μάλιστα του γεγονότος ότι ο προμηθευτής της επίπλωσης λεγόταν Ηλίας δώρισε και ένα παγκάρι στο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι μέχρι την ανακαίνιση που περιγράφουμε παραπάνω, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου δεν υπήρχαν καρέκλες παρά μόνον στασίδια. Εκτός, δηλαδή, από τις σειρές των στασιδιών με πλάτη στους τοίχους της εκκλησίας, υπήρχαν σειρές στασιδιών και στους δύο διαδρόμους που σήμερα βρίσκονται οι καρέκλες, στις οποίες κάθονται οι πιστοί. Η διάταξη των στασιδιών ήταν πλάγια, πλάτη με πλάτη, όπως είναι σήμερα τα στασίδια στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Έτσι οι πιστοί που καθόταν σε αυτά δεν έβλεπαν ευθέως το τέμπλο, όπως το βλέπουν σήμερα οι καθήμενοι στις καρέκλες, αλλά αυτούς που καθόταν στα απέναντι στασίδια. Τα στασίδια αντικαταστάθηκαν με καρέκλες λίγο μετά το 1960, και οι καρέκλες αυτές, η προμήθεια των οποίων είχε γίνει από τον έμπορο Παναγιώτη Βλαϊκούδη που ήταν και μέλος της επιτροπής του ναού εκείνη την περίοδο, πριν από δέκα περίπου χρόνια μεταφέρθηκαν στο ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας για να δώσουν τη θέση τους σε νέες που κατασκευάστηκαν από την βιοτεχνία εκκλησιαστικών ειδών «Λάσκου-Νουβάκης Ο.Ε.» που εδρεύει στην πόλη μας.
Αναφορικά με το τέμπλο που χωρίζει τον κυρίως ναό από το ιερό είναι αξιοσημείωτο ότι, είναι το τέμπλο της αρχικής εκκλησίας καθώς δεν έχει αντικατασταθεί ενώ οι εικόνες που το συνθέτουν αγιογραφήθηκαν το 1877 στο γειτονικό Άγιο Πέτρο και είναι επίσης οι αρχικές εικόνες της εκκλησίας. Οι επιγραφές τους είναι γραμμένες στην ελληνική γλώσσα, ένδειξη η οποία συνιστά σημαντικό επιχείρημα υπέρ της ελληνικής συνείδησης των κατοίκων της περιοχής του δεκάτου ενάτου αιώνα, διότι όπως είναι γνωστό, η εκκλησιαστική τέχνη, όπως και κάθε τέχνη, αντικατοπτρίζει τη συνείδηση και γενικώς το φρόνημα του πληθυσμού. Σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη η αγιογράφηση του εσωτερικού της εκκλησίας από τον πατέρα-Βασίλειο Φώτη, εφημέριο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου, με δωρεές ενοριτών.
Το κωδωνοστάσιο κατασκευάστηκε το έτος 1919, όπως και πολλά ακόμη καμπαναριά στην περιοχή μας. Ο λόγος είναι ότι πριν την απελευθέρωση της Μακεδονίας (1912-1913) δεν υπήρχαν καμπαναριά, διότι το μεγάλο ύψος τους, το οποίο υπερέβαινε το ύψος κάθε άλλου κτηρίου της εποχής εκείνης, θεωρούνταν ασέβεια προς τη θρησκεία των Τούρκων κατακτητών. Για το λόγο αυτό οι καμπάνες των εκκλησιών είτε ήταν κρεμασμένες σε δέντρα είτε υπήρχαν υποτυπώδη κωδωνοστάσια μέσα σε κοιλότητες του εδάφους και γενικώς χαμηλά σημεία, ώστε να μην εντοπίζονται εύκολα και να μην προκαλούν τους αλλόθρησκους κατακτητές. Σήμερα στο καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου βρίσκονται τέσσερις καμπάνες εκ των οποίων οι δύο (βάρους 250 και 50 κιλών αντίστοιχα) ανάγονται στην εποχή οικοδόμησης του ναού και οι άλλες δύο (βάρους 200 και 150 κιλών αντίστοιχα) αγοράστηκαν προ πενταετίας.
Το σιντριβάνι που βρίσκεται μπροστά στο καμπαναριό κατασκευάσθηκε, επίσης, περίπου το 1960 αφιλοκερδώς από τον οικοδόμο Χρήστο Αμανατίδη, προκειμένου να γίνεται σε αυτό η ρίψη του Σταυρού την ημέρα των Θεοφανείων. Μέχρι τότε για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνταν ένα μπακιρένιο δοχείο με νερό.
Ολοκληρώνοντας την ιστορική αναδρομή σχετικά με τον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου πρέπει να προσθέσουμε ότι, μια δεκαετία μετά από τις παραπάνω εκτεταμένες εργασίες, δηλαδή γύρω στο έτος 1970, κατασκευάσθηκε στο προαύλιο του ναού η εφημεριακή κατοικία και η αίθουσα κατηχητικών μαθημάτων, η οποία εδώ και αρκετά χρόνια λειτουργεί ως αίθουσα δεξιώσεων κατά την τέλεση μνημόσυνων.
* Απόσπασμα από την υπό έκδοση εργασία του Κ. Πλαγάκου “Ιεροί Ναοί και ξωκλήσια των Κουφαλίων
Μπράβο σου αξιότιμε συμπολίτη μας για όλα όσα κάνεις για τον τόπο μας
Κατατοπιστικός, Κωνσταντίνε!
Τί μπορεί να δημιουργήσει τό στασίδι καί η αίσθηση τής…αποξένωσης.7!!