Γιώργος Παπαχριστούδης: «Η μουσική είναι καταφύγιο, μαγική η στιγμή με το ακορντεόν»

Γιώργος Παπαχριστούδης: «Η μουσική είναι καταφύγιο, μαγική η στιγμή με το ακορντεόν»

Είναι ο ήχος που αφήνουν οι άνθρωποι στο πέρασμά τους. Με την παρουσία τους, τον λόγο, τις νότες, αλλά και τις μουσικές τους.

Μουσικές και ήχοι που σε συγκινούν, σε ταξιδεύουν, σου δημιουργούν συναισθήματα. Με λόγο καθαρό, ευθύ, εύηχο, που έχει πολλά να πει και άλλα τόσα να αφήσει.

Όπως ο Γιώργος Παπαχριστούδης…

Πιανίστας-ενορχηστρωτής-συνθέτης, Classic, jazz, film music και έντεχνη ελληνική μουσική, όπως γράφει και στον προσωπικό του λογαριασμό στο fb.

Γράφει ο Χρήστος Νάσκας

Είναι μόλις η τρίτη συνέντευξη που δίνει ο Γιώργος Παπαχριστούδης αν και τα φώτα των μουσικών σκηνών πέφτουν πάνω του χρόνια. Προτιμά να…χαμηλώνει τα φώτα της προσωπικής του προβολής. Τον ευχαριστώ που μας μίλησε.

Η αλήθεια είναι πως μιλήσαμε για πολλά μαζί του. Για το πως ξεκίνησε η σχέση του με τη μουσική, τα ακούσματα που είχε από μικρός, για τον αν έχει μουσική παιδεία ο Έλληνας, για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σήμερα οι μουσικοί στη χώρα μας.

Εννοείται πως αναφέρθηκε και στον τόπο καταγωγής του, τα Κουφάλια Θεσσαλονίκης για τα οποία, όπως είπε, «λιώνει».

Ιδιαίτερη μνεία έκανε για τη συνεργασία του με την Ειρήνη Σαρίογλου αφού ο Γιώργος Παπαχριστούδης ήταν αυτός που «έντυσε» μουσικά το θαυμάσιο ντοκιμαντέρ «Τα ηρωικά Βουρλά της Μικράς Ασίας».

Για το τέλος της συνέντευξης αφήσαμε την…κριτική. Όχι τη δική μας, αλλά της γυναίκας του, της Φωτεινής Δάρρα.

Με σεβασμό και αγάπη μίλησε για την παρουσία της Φωτεινής Δάρρα στη ζωή του αλλά και τις συμβουλές που του δίνει αφού όπως λέει ο ίδιος: «Αυτά τα tips λοιπόν που πήρα από τη Φωτεινή με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ πάνω στη δουλειά».

Πάμε λοιπόν να δούμε τα όσα είπε στο e-koufalia.gr ο Γιώργος Παπαχριστούδης.

-Πότε και πώς ξεκίνησε η σχέση σου με τη μουσική; Ποια ήταν τα πρώτα ακούσματα;

«Τα πρώτα ακούσματα ήταν σίγουρα τα Θρακιώτικα, τα τοπικά τα δικά μας όταν ήμουν πάρα πολύ μικρός. Επίσης, έχω έντονες μνήμες από την κρατική τηλεόραση, τότε, όταν έκαναν μουσικά διαλείμματα. Σταματούσαν τις ταινίες και έβαζαν μουσικά διαλείμματα και εκεί είδα για πρώτη φορά το πιάνο τζαζ τρίο, ένα μικρό σύνολο δηλαδή, πιάνο, κοντραμπάσο και ντραμς. Ήμουν μικρός και καθόμουν και άκουγα.

Έγινε ένας συνδυασμός, το ακορντεόν, τα Θρακιώτικα, τα Ποντιακά και του πιάνου. Αυτά ήταν τα πρώτα ερεθίσματα.

Θυμάμαι σαν τώρα μια μαγική στιγμή. Πρέπει να ήμουν 3 ή 4 χρονών και τότε οι γάμοι ήταν τελείως παραδοσιακοί, ήταν όλη την εβδομάδα το γλέντι.

Ο Γιώργος Νεντίδης, που ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος, είχε αφήσει το ακορντεόν στο σπίτι μας για να μην το έχει μαζί του, επειδή θα ερχόταν και την άλλη μέρα. Μου το έδειξε ο πατέρας μου και πήγα και το άγγιξα.

Ήταν μαγικό, το θυμάμαι σαν τώρα που ακούμπησα το ακορντεόν του και αισθάνθηκα σαν να παίρνω έναν μαγνήτη.

Από 2-3 ετών άρχισε η σχέση μου με τη μουσική. Όταν άκουγα μουσική ότι και αν έκανα το σταματούσα και απλά άκουγα μουσική».

-Τι σημαίνει για εσένα μουσική;

«Μουσική για εμένα σημαίνει καταφύγιο. Είναι ο ιδανικός τρόπος για να ηρεμήσω, για να νιώσω ασφάλεια. Είναι σαν να γυρνάς στο πατρικό σου σπίτι και να μυρίζεις το φαγητό της μαμάς. Είναι αυτή η μυρωδιά που μου αρέσει και λες, ώπα, εδώ είμαστε.

Η μουσική είναι για εμένα ο τρόπος να νιώσω πιο καλά τη χαρά μου, να ξεσπάσω είτε στη χαρά, είτε σε θυμό, είτε και σε στεναχώρια. Είναι και ένας τρόπος διαφυγής».

– Όλοι ακούμε από μικροί μουσική, έχει μουσική παιδεία ο Έλληνας;

«Ο Έλληνας δυστυχώς δεν έχει μουσική παιδεία. Εκπαίδευση μπορεί να υπάρχει, να διδάσκεται η μουσική, να βγαίνουν καινούριες σχολές και μουσικά σχολεία, αλλά με την έννοια μουσική παιδεία, δεν υπάρχει νομίζω, δυστυχώς.

Και αυτό είναι που κάνει τη διαφορά. Ίσως να μη θέλουν να υπάρξει μουσική παιδεία. Εγώ κάπου αρχίζω και το πιστεύω αυτό. Η μουσική παιδεία είναι όπως διαβάζεις ένα καλό βιβλίο ή όταν διαβάζεις ποίηση. Έτσι είναι και η μουσική, είναι ανάμεσα στις καλές τέχνες. Η μουσική θα μας βοηθούσε στις σκέψεις μας, στις αποφάσεις μας, στις αντιδράσεις μας, το πότε και το πως θα αντιδράσουμε. Δεν υπάρχει, δυστυχώς, αυτό το πράγμα στην Ελλάδα. Πρέπει ο καθένας να αποκτήσει τη μουσική παιδεία μόνος του.

Αυτό το είδαμε τότε στο κορωνοϊό, το είχα κάνει σε ένα ποστάρισμα στο fb. Έγινε άρση των απαγορεύσεων και η μουσική ήταν τελευταία, τα άφησαν όλα ελεύθερα και στο τέλος άφησαν και τη μουσική. Σιγά σιγά και βασανιστικά. Με τη μουσική κάποτε κερδίζαμε αγώνες, αν το θυμάσαι. Αυτό είναι ένα παράδειγμα και θέλουν να μας κάνουν να το ξεχάσουμε αυτό το πράγμα.

Η Ελλάδα έχει έναν τεράστιο μουσικό πλούτο μέσα από την παράδοση όπου πρέπει να γυρνάμε πίσω να παίρνουμε αυτά τα παραδείγματα για να προχωράμε μπροστά».

-Πώς ένας άνθρωπος που του αρέσει η μουσική καταλήγει σε ένα συγκεκριμένο όργανο; Τι είναι αυτό που τον ελκύει;

«Νομίζω είναι μια αμφίδρομη σχέση, μια παράξενη σχέση. Είναι σαν να μη γίνεται αλλιώς. Ξέρω παραδείγματα συναδέλφων μουσικών που ξεκίνησαν με κάτι και δεν τους βγήκε. Κατέληξαν αλλού και έκαναν τη μεγάλη τους καριέρα.

Έρχεται από μόνο του. Εγώ είμαι πιανίστας. Η κόρη μου παρόλο που τη μεγάλωσα από μωρό στα γόνατά μου και της έπαιζα χαλαρά πιάνο δεν ήθελε να παίξει πιάνο.

Τη μάγευε το βιολοντσέλο, οπότε το διάλεξε μόνη της χωρίς καν να πω εγώ κάτι.

Υπάρχουν τόσα μουσικά όργανα και το έχω σκεφτεί και εγώ αυτό. Γιατί ένα παιδί να διαλέξει να παίξει γαλλικό κόρνο και να μην παίξει κάτι άλλο. Είναι μια μαγεία που βγάζει το κάθε όργανο, αλλά πολλές φορές αλλού σε βγάζει. Αλλά όταν γίνει η σωστή χημεία, εκεί κάνει και τη διαφορά. Είναι σαν φυτεύεις έναν σπόρο στο σωστό χώμα και στο σωστό μέρος».

-Ήταν δική σου η ενορχήστρωση στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Τα ηρωικά Βουρλά της Μικράς Ασίας». Έντυσες μουσικά το ντοκιμαντέρ και καθήλωσες και από τη δική σου πλευρά το κοινό που το παρακολούθησε

«Αυτή ήταν μια σπουδαία ευκαιρία που μου δόθηκε από τη φίλη μου, την Ειρήνη Σαρίογλου, η οποία ήταν αυτή που επιμελήθηκε το ντοκιμαντέρ, το έχει φτιάξει όλο. Τη γνώρισα το 2009 στην Κωνσταντινούπολη σε μια συναυλία που είχαμε κάνει με τον Γιώργο Νταλάρα. Η ίδια είναι Πολίτισα, γεννήθηκε εκεί.

Πριν 2-3 χρόνια με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε αν μπορώ να τη βοηθήσω να κάνει μια μουσική επένδυση, για πρωτότυπη μουσική μιλάμε. Για ένα ντοκιμαντέρ για τα Βουρλά.

Και με ρώτησε αν ξέρω κάποιον καλό συνθέτη να γράψει γρήγορα μια μουσική για ένα ντοκιμαντέρ.

Και της είπα: Ξέρω πολλούς συνθέτες και ο πιο κοντινός μου είμαι εγώ. Και μου απαντά: Αυτό έλπιζα να μου πεις, παρακαλούσα μέσα μου. Για αυτό σε ρώτησα αν ξέρεις κάποιον.

Της λέω: Αν θέλεις να δοκιμάσω. Πότε θα τη χρειαστείς;

Και μου απαντά: Θα τη χρειαστώ σήμερα.

Της λέω: Σήμερα; Τι εννοείς σήμερα;

Μου απάντησε ότι δεν μπορούσε να βρει κάτι από τα μουσικά θέματα που άκουσε να την ταιριάζουν για το ντοκιμαντέρ. Της λέω, δώσε μου κάποια ερεθίσματα, μου είπε κάποια ιστορία πως θέλει να το φτιάξει.

Κάθισα ένα απόγευμα στο πιάνο, ηχογράφησα 7-8 θέματα και της τα έστειλα.

Μου λέει: Μπες στούντιο, τώρα.

Χωρίς να δω καμία σκηνή, τίποτα. Όταν όμως ξέρεις γιατί μέρος πρόκειται, τα Βουρλά, και επειδή είμαι γόνος οικογένειας προσφύγων που έφυγαν από την Ανατολική Ρωμυλία, έκανα έναν παραλληλισμό, καταλαβαίνεις.

Ήταν πολύ ωραία εμπειρία για εμένα γιατί ήταν και το όνειρό μου να γράφω μουσική για ντοκιμαντέρ και ταινίες. Μου δόθηκε η ευκαιρία και έχει ξεκινήσει μια ωραία συνεργασία με την Ειρήνη. Υπάρχουν κι άλλα ντοκιμαντέρ, όπως το «Πατρίδα αξέχαστη, Μικρά Ασία» όπου μιλάει για τα Μοσχονήσια. Είναι στα πλάνα της Ειρήνης να το παρουσιάσουμε και να έρθω κι εγώ και να παίξουμε ζωντανά τη μουσική.

Αυτό το ντοκιμαντέρ το έχουμε παίξει πολλές φορές στην Αθήνα με μεγάλη επιτυχία, είναι πολύ ωραίο να ακούς ζωντανά τη μουσική. Είναι στο πρόγραμμά μας να το κάνουμε κάποια στιγμή και στα Κουφάλια».

-Έχεις συνεργασθεί με σπουδαίος καλλιτέχνες. Τι αφήνουν στον Γιώργο Παπαχριστούδη όλες αυτές οι συνεργασίες με καλλιτέχνες, μεταξύ άλλων, όπως ο Νταλάρας και ο Παπακωνσταντίνου;

«Αυτά είναι, που λέμε, τα τυχερά του επαγγέλματος. Η μουσική σου δίνει απλόχερα. Για να φτάσει ένας άνθρωπος να παίξει ακόμη και στο χωριό του μπροστά σε δέκα ανθρώπους, πρέπει να δώσει πάρα πολλά.

Είναι αθλητισμός η μουσική, όπως ένας αθλητής θα βγει να τρέξει σε ένα κατοστάρι, αυτά τα δέκα δευτερόλεπτα, δεν είναι δέκα δευτερόλεπτα.

Για τον κόσμο είναι δέκα δευτερόλεπτα, αλλά για αυτόν είναι δέκα χρόνια.

Όταν δώσεις πράγματα για τη μουσική, η μουσική θα σου δώσει πίσω και ένα από αυτά σίγουρα είναι να φτάσεις σε σημείο να παίξεις με τέτοιους καλλιτέχνες είναι να ζεις και εσύ ένα μικρό όνειρο. Κάποτε, όταν ήσουν μικρός τους άκουγες και τους θαύμαζες και τώρα μοιράζεσαι τη σκηνή μαζί τους.

Είναι τελείως μαγικό για εμάς τους μουσικούς όταν παίζουμε με τέτοιους καλλιτέχνες, είναι μεγάλη συγκίνηση. Είναι τελείως διαφορετικό να τους ακούς και τελείως διαφορετικό να συμβάλεις με 5-10 νότες την ώρα που θα το τραγουδήσει.

Έχω παίξει με πολλούς καλλιτέχνες, από τον Νταλάρα που λες μέχρι και παιδιά που ξεκινάνε τώρα. Είναι τρομερή εμπειρία η παρουσία με τον καλλιτέχνη πάνω στη σκηνή. Μπορείς να τον επηρεάσεις ακόμη και στο πως θα τραγουδήσει. Όσοι βρίσκονται στη σκηνή επηρεάζονται με το παίξιμο του καθενός».

-Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας μουσικός σήμερα; Πολλοί λένε πως τα…απόνερα του κορωνοϊού ακόμη τα «πληρώνεται»

«Δυστυχώς ναι. Ο κορωνοϊός ήρθε πάνω από την οικονομική κρίση και μας αποτελείωσε. Η δυσκολία για εμάς που ζούμε από τη μουσική είναι ότι ο κόσμος νομίζει ότι η μουσική είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο.

Κάθεσαι δηλαδή στο σπίτι, είσαι στο ίντερνετ, πατάς ένα κουμπί και μπορείς να ακούσεις ότι μπορείς να φανταστείς. Η μουσική έγινε τόσο εύκολη. Το να μπαίνεις σε ένα ασανσέρ και να ακούς να παίζει το Alla turca του Μότσαρτ μέχρι τον πέμπτο όροφο από ένα άθλιο ηχείο δεν είναι καλό.

Τα θεωρούν όλα αυτονόητα. Φαντάσου να ξυπνήσεις σε έναν κόσμο που δεν θα υπάρχει μουσική, εκεί θα το καταλάβεις. Ξέρω μια ιστορία από το ωδείο όταν πήγαινα που μας έλεγε ο καθηγητής.

Η μεγαλύτερη τιμωρία που έβαζε ο Μέγας Αλέξανδρος στον λαό που του αντιστεκόταν ήταν να του καταργήσει τη μουσική και τα ωδεία για δέκα χρόνια.

Σαν κλάδος, εμείς οι μουσικοί στην Ελλάδα είμαστε ο πιο αδικημένος. Εύκολα μας λένε, ελάτε να παίξετε αφιλοκερδώς. Το κάνουμε, συνέχεια το κάνουμε, οι πρώτοι που θα τρέξουν και θα δουλέψουν σε μια δύσκολη στιγμή που αντιμετωπίζει ο οποιοσδήποτε στην Ελλάδα είμαστε εμείς. Αναρωτιέμαι ποιοι άλλοι κλάδοι στον κόσμο, προσφέρουν, έστω από την εργασία τους, έστω και ένα ευρώ τόσο εύκολα.

Μας λένε, έλα μωρέ, θα έρθεις να παίξεις δυο φορές. Που θα το κάνουμε όποτε χρειαστεί, αλλά εμείς από αυτό ζούμε.

Όταν ξεκίνησα τη δουλειά δεν φανταζόμουν ότι θα φτάσει σε αυτό το σημείο. Μπήκα πολύ εύκολα μέσα στον χώρο, δουλεύαμε τότε 7 μέρες την εβδομάδα, είχα ξεκινήσει στο Caesars Club στη Θέρμη με τον Στέφανο Κορκολή. Κάναμε 300 εμφανίσεις τον χρόνο, αλλά αυτό σιγά σιγά έσβησε, τελείωσαν και τα μαγαζιά. Το έντεχνο σταμάτησε να έχει το ρεύμα που είχε, δεν μπόρεσε ο κόσμος να το ακολουθήσει λόγω οικονομικής στενότητας.

Και φτάσαμε τώρα, στην ιστορική συνεύρεση Νταλάρα-Παπακωνσταντίνου μετά από 34 χρόνια, πάμε να κάνουμε 30 εμφανίσεις και τέλος.

Κάποτε θεωρούνταν πετυχημένο ένα σχήμα που έκανε από 100 εμφανίσεις και πλέον».

-Κουφάλια. Είναι ο τόπος καταγωγής σου και σε αγαπάει ο κόσμος

«Και εγώ τους αγαπάω πάρα πολύ. Εντάξει, λέω Κουφάλια και λιώνω. Δεν ξέρω αν είναι επειδή μεγαλώνω και όσο μεγαλώνει κάποιος νοσταλγεί το χωριό του και λέει, αμάν, θέλω να γυρίσω.

Μέχρι τα 25-26 μου εκεί γυρόφερνα, ήμουν Θεσσαλονίκη μεν, αλλά στα ρεπό μου έπαιρνα το αμάξι και επέστρεφα στα Κουφάλια.

Τα Κουφάλια είναι το σπίτι μου, είναι η πατρίδα μου. Μόνο αγάπη έχω για αυτά. Έχω τους συμμαθητές μου, τους φίλους μου, τους γονείς μου, την αδερφή μου, τον γαμπρό μου, τις ανιψιές μου.

Τώρα έχω και την κόρη μου που και αυτή δεν ξέρω πως, ίσως την έχω «πωρώσει» κι εγώ, αλλά από μωρό η κόρη μου είναι τρελαμένη με τα Κουφάλια. Της αρέσει πάρα πολύ. Πηγαίνουμε σε μέρη που θυμίζουν χωριό και μου λέει: Αχ, τι ωραία που είναι εδώ, θυμίζει Κουφάλια. Ακούει τα πουλάκια που κελαηδάνε και της θυμίζουν τα Κουφάλια».

-Είναι ωραίο όμως να κάνεις περήφανους τους συντοπίτες σου, τους ανθρώπους του τόπου όπου γεννήθηκες και μεγάλωσες

«Δεν θεωρώ ότι έχω κάνει το ιδιαίτερο που να τους κάνει περήφανους και θα σου πω γιατί. Υπάρχουν ένα σωρό άλλα παιδιά από τα Κουφάλια και από τα γύρω χωριά που έχουν διαπρέψει στον αθλητισμό και στη μουσική. Οπουδήποτε έχουν διαπρέψει.

Αυτό είναι το καλό με την τηλεόραση και την αναγνωρισιμότητα του καλλιτέχνη. Σου δίνει και σένα λίγο φως παραπάνω. Δεν νομίζω ότι έχω κάνει κάτι τόσο που όλα τα Κουφάλια να είναι περήφανα για εμένα».

* Ο Γιώργος Παπαχριστούδης έχει εκφράσει πολλές φορές την αγάπη του για τον ΠΑΟΚ. Δεν το έχει κρύψει πως είναι φίλαθλος του Δικεφάλου του Βορρά οπότε…αναπόφευκτα τον ρωτήσαμε τι σημαίνει για τον ίδιο ο ΠΑΟΚ.

«Ο ΠΑΟΚ είναι για μένα ότι είναι τα Κουφάλια. Είναι οικογένεια, είναι επιστροφή στα παιδικά χρόνια. Αγάπη μεγάλη. Πολλές φορές και η Φωτεινή με ρωτάει: Μα γιατί παθιάζεσαι τόσο πολύ ενώ και η μικρή στεναχωριέται σε καμία ήττα ή αν πανηγυρίσω κανένα γκολ. Ηρέμησε μου λέει.

Δεν γίνεται της λέω, είναι σαν να γυρνάω πίσω όταν ήμουν δέκα χρονών παιδάκι και θυμάμαι όλα αυτά τα πράγματα. Είναι μεγάλο το δέσιμο, δεν είναι ότι υποστηρίζω μια ομάδα απλά».

* Ο Γιώργος Παπαχριστούδης είναι παντρεμένος με τη Φωτεινή Δάρρα, την καταξιωμένη τραγουδίστρια, με την οποία μοιράζονται πολλές φορές την ίδια μουσική σκηνή. Πώς είναι λοιπόν να μοιράζεσαι τη ζωή και τη μουσική με τον δικό σου άνθρωπο;

«Έχει και τα υπέρ έχει και τα κατά όταν είσαι με τον άνθρωπό σου και κάνετε την ίδια δουλειά» μας λέει ο Γιώργος Παπαχριστούδης και συνεχίζει: «Υπάρχουν πάρα πολλά υπέρ, προετοιμάζεσαι καλύτερα, είσαι μέσα στο σπίτι. Ανά πάσα στιγμή λες, έλα να δοκιμάσουμε αυτό, είναι πάρα πολύ ωραία η συνεργασία.

Πολλές φορές, όταν γυρίζω σπίτι, μετά από κάποια πρόβα ή συναυλία, θέλω λίγη ηρεμία, θέλω να φεύγουν αυτά από μέσα μου για να μπορέσω να αποφορτιστώ, είναι σημαντικό αυτό.

Όταν όμως είσαι στο ίδιο σπίτι, δύσκολα έρχεται αυτή η αποφόρτιση γιατί γυρίζεις μετά από συναυλία ή πρόβα και η δουλειά συνεχίζεται και μέσα στο σπίτι. Δεν είναι καλό αυτό, αλλά δύσκολα έρχεται η αποφόρτιση. Όταν ο καλλιτέχνης που δουλεύεις είναι ο σύντροφός σου και επιστρέφεις σπίτι είναι σαν να κουβαλάς όλη τη συναυλία μαζί σου. Θα καθίσεις να πεις, τι κάναμε, πώς πήγε αυτό; Τι μπορούμε να διορθώσουμε, τι μπορούμε να φτιάξουμε; Τι προβλήματα υπήρξαν; Αυτό είναι που λένε ότι τα προβλήματα της δουλειάς δεν πρέπει να μπαίνουν στο σπίτι,εδώ αναγκαστικά δεν γίνεται διαφορετικά».

Κι άλλη μια ερώτηση…τολμήσαμε να κάνουμε στον Γιώργο Παπαχριστούδη με αφορμή τα όσα μας ανέφερε για τη σχέση τη δική του και της Φωτεινής με τη μουσική.

Κάνει κριτική ο ένας στον άλλον, με αφορμή πάντα τη μουσική;

Χωρίς κανένα δισταγμό ο Γιώργος Παπαχριστούδης μας απάντησε: «Ειδικά η Φωτεινή με βοήθησε πάρα πολύ πάνω στη δουλειά μου και στον τρόπο που συνοδεύω τον κάθε καλλιτέχνη.

Γιατί μου είπε πράγματα που δεν μου τα έχει πει κανείς καλλιτέχνης. Όταν είναι σύντροφός σου ένας σπουδαίος καλλιτέχνης όπως είναι η Φωτεινή και τον ζεις κάθε μέρα στο σπίτι σίγουρα θα σου ανοιχθεί και θα σου πει πράγματα που δεν τα λένε οι άλλοι.

Θα σου πει μυστικά που νιώθει, κοινά μυστικά, που δεν στα λέει κανείς. Αυτά τα tips λοιπόν που πήρα από τη Φωτεινή με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ πάνω στη δουλειά. Και είναι από τα καλά σημεία».