Δυο ανατριχιαστικές πραγματικές ιστορίες.Για να μην ξεχνάμε….
Μια δραματική ιστορία που γράφτηκε στο βουνό Μπογαλή.
Ο τουρκικός στρατός μάς είχε περικυκλώσει. Όλο το βουνό και οι χαράδρες σείονταν από τις εκρήξεις και τους πυροβολισμούς. Οι Τούρκοι μπήκαν στο δάσος κι άρχισαν να το χτενίζουν. Μας είχαν ζώσει απ’ όλες τις μεριές. […]
Ο καπετάν Γιώργης (Κοτζάμπιγικ, Μεγαλομύστακας) αποφάσισε να κρυφτούμε όλοι μαζί –άνδρες, γυναίκες και παιδιά– μέσα σε σπήλαια του φαραγγιού. Τα παιδιά όμως θα πρόδιδαν τη θέση μας. Τα μωρά έκλαιγαν, και άλλα, μεγαλύτερα, ήταν άρρωστα και έβηχαν. Ο έσχατος κίνδυνος στάθηκε απάνω από τα κεφάλια μας.
Η οδυνηρή απόφαση πάρθηκε: Να σκοτώσουμε τα μωρά και τα παιδιά που έβηχαν.
Μίλησε πρώτος ο αρχηγός. Με φωνή τρεμάμενη ανακοίνωσε την απόφαση και προέτρεψε τις μανάδες και τους πατεράδες να κάνουν κάτι που δεν μπορούσε να φανταστεί ο ανθρώπινος νους: να σκοτώσουν τα ίδια τα παιδιά τους.
Οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε και να θρηνολογούν σφίγγοντας τα παιδιά στην αγκαλιά τους. «Χωριανοί», είπε, «ακούστε με. Κι εγώ πονάω, όπως πονάτε κι εσείς. Σε λίγο όμως κανείς μας δεν θα είναι ζωντανός. Οι Τούρκοι πλησιάζουν. Δεν πρέπει να μας βρουν. Είσαστε νέοι και θα αποκτήσετε κι άλλα παιδιά, που θα τα μεγαλώσετε σαν άξιοι γονείς. Σφίξτε την καρδιά σας και ο Θεός ας μας συγχωρέσει.
»Έχω κι εγώ παιδί. Θα αρχίσουμε από το δικό μου. Πάρτε το, γιατί δεν το λέει η καρδιά μου να σκοτώσω το παιδί μου».
Μια βουβαμάρα απλώθηκε στο πονεμένο πλήθος. Ο καθένας έκανε κόμπο τον πόνο του και ακολούθησαν το παράδειγμα του αρχηγού. Παράδωσαν τα παιδιά στους άνδρες που τους ανατέθηκε να παίξουν τον άχαρο ρόλο του εκτελεστή-δήμιου. Αυτοί ένα-ένα στραγγάλισαν τα παιδιά.
Ο Λεόντιος, εγγονός του παπα-Γιώργη και γιος του αντάρτη Σταμπολίδη Γεώργιου, ήταν 8 χρονών. Οι συνομήλικοί του δεν ήταν στο πρόγραμμα εκτέλεσης. Είχε όμως τραυματιστεί και το τραύμα τού δημιουργούσε πόνο και υψηλό πυρετό. Παραμιλούσε και πότε-πότε έβγαζε κραυγή πόνου. Ένας αντάρτης τον άρπαξε από την αγκαλιά της μάνας του και χούφτωσε το λαιμό του να τον πνίξει.
Για μια στιγμή φάνηκε πως όλα είχαν τελειώσει. Η μάνα, Σοφία Σταμπολίδου (Κοτζά Σοφία), από ένστικτο όρμησε πάνω του. Ένας άλλος αντάρτης πήρε τον Λεόντιο στα χέρια του μισοπεθαμένο και με διάφορες κινήσεις σαν πρώτη βοήθεια τον συνέφερε. Τον έσωσε. Μετά την Ανταλλαγή ο Λεόντιος με τους γονείς του εγκαταστάθηκε στο Βατόλακκο Γρεβενών.
Μετά από μερικές δεκαετίες τον επισκέφτηκαν ο παραλίγο «φονιάς» και ο «σωτήρας» του. Ο Λεόντιος ήταν παπάς του χωριού στο Βατόλακκο, ενώ αυτοί είχαν εγκατασταθεί στα χωριά της Κατερίνης.
- Πηγή: Αναστάσιος Λ. Σταμπουλίδης, Βατόλακκος: Οι ρίζες μας, εκδ. Ινφογνώμων.
«Δεν θα κλάψω άλλο μαμά.»
Mια θλιβερή ιστορία από την εποχή της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου έρχεται να μας θυμίσει εκείνες τις τραγικές μάνες που αναγκάζονταν να σκοτώσουν τα παιδιά τους για να μην εντοπίσουν την κρυψώνα τους οι Τούρκοι λόγω παιδικού κλάματος ή βήχα και εξολοθρεύσουν όλους τους συγχωριανούς τους…
Κόρη του Αναστάσιου και της Σουλτάνας Καλεντερίδη, από ένα χωριό του Βεζίρ Κιοπρού, δύο ώρες από τη Σαμψούντα, η μητέρα του Δαμιανού Αθανασιάδη εξιστορούσε το δράμα της δικής της οικογένειας κατά τη φυγή από τον τόπο τους. Όπως ανέφερε, η φυγή γινόταν κρυφά από τους Τούρκους, κατά ομάδες, μέσα από ποτάμια. Κάποια στιγμή έκλαψε η αδελφή της και η μητέρα της την έριξε μέσα στο νερό. Το κοριτσάκι κατάφερε να βγει από το ποτάμι και παρακάλεσε: «Δεν θα κλάψω. Μη με ρίξεις άλλο!».
Όμως η δύστυχη μητέρα το πήρε και το έπνιξε.
«Από τότε η μητέρα μου δεν είπε ποτέ τη λέξη “μάνα”. Αυτό θυμάμαι εγώ», καταλήγει ο Δαμιανός Αθανασιάδης.
Πηγή:pontosnews.gr