‘Όταν έγραψε ο Γκαστόν Λερού το “φάντασμα της όπερας” το 1908 σίγουρα δεν περίμενε ότι το έργο του θα έχει τόση απήχηση εκατό χρόνια μετά. Όχι μόνο έχει αναγνωριστεί και μεταφραστεί παγκοσμίως , αποτελέσει μια από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές θεατρικές επιτυχίες στο Λονδίνο αλλά και παγκοσμίως, έχει κινηματογραφηθεί και εκμεταλλευτεί όσο λίγα λογοτεχνικά.
Το βιβλίο είναι ένα γοτθικό θρίλερ, σκοτεινό, γεμάτο μυστήριο, κρυμμένα πάθη, ένταση και πολύ σκοτάδι ψυχής. Στις δύο πρώτες κινηματογραφικές ταινίες απέδωσαν στο φάντασμα τρόμο, απεχθές και σκληρότητα. Στην τελευταία ταινία όμως το 2004 ο Joel Schumacher όσο και ο Andrew Lloyd Webber υπερτονίζουν αισθητικά τον λυρισμό, το συναίσθημα, τον ερωτισμό. Η σκηνοθετική φόρμα βασίζεται πάνω στο ποιητικό.
Ο Έρικ, μια μορφή σκοτεινή και περιθωριακή (εξαιτίας της δυσμορφίας του προσώπου του)συνάμα γοητευτική, ζει στις κατακόμβες της όπερας του Παρισιού στις αρχές του 19ου αιώνα. Μιά μυστηριακή παραμορφωμένη μορφή, μύστης του θεάτρου, ερωτευμένος με την Κριστίν, μιά μικρή χορεύτρια – συνοδός υιοθετημένη από την Μαντάμ Ζιρύ. Γίνεται ο άγγελος της μουσικής για την Κριστίν. Την καθοδηγεί καλλιτεχνικά, και την οδηγεί στα άδυτα του κόσμου του . Ένας δάσκαλος γητευτής της όπερας διατηρώντας μέσα της το φόβο και την απόσταση που προκαλεί η εμφάνισή του και η απόκοσμη παρουσία του. ‘Ολα αλλάζουν όταν εμφανίζεται ο Ραούλ ( ένας παλιός γνωστός της Κριστίν). Εδώ ξεκινάει η έκρηξη του ΄΄φαντάσματος΄΄ σε μιά πορεία πόνου, απόγνωσης, οργής που οδηγεί όλο τον κόσμο της όπερας στην καταστροφή και τον θάνατο. Η κάθαρση για το φάντασμα είναι απόλυτη βυθίζοντας τον στους γκρίζους και σκοτεινούς κόσμους που έζησε.
Στη στέγη της όπερας ο διάλογος ανάμεσα στην Κριστίν και τον Ραούλ
(Κριστίν) Ραούλ εγώ πήγα εκεί. Στον κόσμο του, εκεί όπου το φως της μέρας διαλύεται και γίνεται σκοτάδι…Ραούλ εγώ τον είδα. Μπορώ να ξεχάσω ποτέ την όψη του? Μπορώ να ποτέ να γλιτώσω από αυτό το πρόσωπο? Τόσο παραμορφωμένο που σχεδόν δεν ήταν πρόσωπο σε εκείνο το σκοτάδι…αλλά η φωνή του γέμισε τη ψυχή μου με ένα παράξενο ήχο, ένα γλυκό ήχο. Σε εκείνη τη νύχτα υπήρχε μουσική στο μυαλό μου και μέσα από τη μουσική η ψυχή μου άρχισε να πετάει ψηλά…
(Ραούλ) Αυτό που άκουσες ήταν όνειρο και τίποτα παραπάνω.
(Κριστίν) Κι όμως στα μάτια του όλη η θλίψη του κόσμου…εκείνη τα μάτια που εκλιπαρούν γεμάτα απειλή αλλά και λατρεία…
Ο διάλογος της Κριστίν και του Έρικ στο σημείο χωρίς επιστροφή
(Έρικ) Ήρθες εδώ, αναζήτησες τη βαθύτερη επιθυμία σου. Αναζητώντας την επιθυμία μου ως τώρα…ήταν σιωπηλή…Σε έφερα ώστε το πάθος μου να γίνει ένα με το δικό σου πάθος. Στο μυαλό σου ποτέ δεν μου αντιστάθηκες…πάντα κατέβαζες τις γέφυρες, μου παραδόθηκες εντελώς. Τώρα είσαι εδώ μαζί μου , χωρίς δεύτερη σκέψη…αποφάσισες…αποφάσισες…χωρίς δυνατότητα επιστροφής, χωρίς βλέμματα πίσω. Τα παιχνίδια τώρα τέλειωσαν. Τέλειωσαν τα ΄΄αν΄΄ και τα “όταν”…δεν ωφελεί να αντιστέκεσαι…εγκατέλειψε κάθε σκέψη και άφησε να κατέβει πάνω σου το όνειρο. Τί φοβερή φωτιά θα πλημμυρίσει τη ψυχή? Τί πλούσιος πόθος ξεκλειδώνει τη πόρτα του? Τί γλυκιά αποπλάνηση μας περιμένει? Δεν υπάρχει πια επιστροφή. Αυτό είναι το ύστατο κατώφλι. Ποια ζεστά ανείπωτα μυστικά θα μάθουμε? Δεν υπάρχει πια επιστροφή..
(Κριστίν)Με έφερες στη στιγμή όπου δεν υπάρχουν λέξεις…εκεί όπου η ομιλία χάνεται.. στη σιωπή…Ήρθα εδώ χωρίς να ξέρω το γιατί…Στο νου μου έχω ήδη φανταστεί τα σώματά μας να μπλέκονται χωρίς αντίσταση, σιωπηλά…Τώρα είμαι εδώ μαζί σου χωρίς ενδοιασμούς. Αποφάσισα..αποφάσισα. Χωρίς πισωγυρίσματα.. το παιχνίδι του πάθους μας επιτέλους αρχίζει. Πέρα από κάθε σκέψη σωστού ή λάθους. Μία τελική ερώτηση πόσο θα πρέπει εμείς οι δυό να περιμένουμε..μέχρι να γίνουμε ένα? Πότε θα αρχίσει το αίμα να καλπάζει?και το κοιμισμένο μπουμπούκι να ανθίσει? Πότε οι φλόγες επιτέλους θα μας αναλώσουν?
πηγή www.cine.gr
Γιατί διάλεξα το φάντασμα σήμερα…αναλογιζόμενη τις απόκριες (λόγω των ημερών) μου ήρθε στο νου. Πιστεύω όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως φοράμε μία τουλάχιστον μάσκα. Σε ένα κόσμο που μας θέλει απελπιστικά τέλειους για να επιβιώσουμε επιβάλαμε στον εαυτό μας αυτή τη μάσκα. Είτε για να κρύψουμε ¨ατέλειες¨ είτε καμιά φορά συναισθήματα. Αυτό ήταν κάτι που ξεκίνησε από την παιδική ηλικία σαν άμυνα και φυσικά συνεχίστηκε στην ενηλικίωση σαν το καθημερινό ρούχο. Για αυτό όταν ακούω καμιά φορά κάποιον να λέει σε κάποιον άλλο να βγάλει τη μάσκα σκέφτομαι αν ο πρώτος έχει δει τη δική του. Γιατί όσο ¨εύκολο¨ είναι να δούμε τη μάσκα στον απέναντι, τόσο δύσκολο είναι να δούμε τη δική μας. Οι απόκριες προσφέρουν μια καλή ευκαιρία να βγάλουμε τη δική μας και να βάλουμε συνειδητά άλλες. Κάποιους ρόλους που θαυμάζουμε, κάποιους που μπορούμε να εξερευνήσουμε και κάποιους να πειραματιστούμε. Σίγουρα πάντως διαφορετικούς από ότι μέχρι τώρα. Αυτό μέχρι τη κάθαρση (καθαρά Δευτέρα) όπου καλά είναι να τις πετάξουμε όλες τις μάσκες. Παλιές και καινούριες…
Καλά Κούλουμα σε όλους
[embedyt] http://www.youtube.com/watch?v=lBSbeBc8d_Y[/embedyt]