Της Αφροδίτης Κασιμιάδου: «Απώλεια, πένθος, θλίψη στους ηλικιωμένους»

«Απώλεια, πένθος, θλίψη στους ηλικιωμένους»

 * Της Αφροδίτης Κασιμιάδου

Ένα από τα κύρια ζητήματα που αφορούν τους ιατρούς είναι η διαχείριση της απώλειας, του πένθους και της θλίψης για τους ηλικιωμένους. Αυτό συμβαίνει λόγω της συχνότητας που τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας καλούνται να διαχειριστούν τον θάνατο και την ασθένεια αγαπημένων προσώπων. Ειδικότερα τα ηλικιωμένα άτομα τα οποία πάσχουν από σοβαρές παθήσεις οι ίδιοι, τείνουν να αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις με τρόπο που δυνητικά επιβαρύνει περαιτέρω την πορεία της υγείας τους και έχει ευρύτερες επιπτώσεις στους ίδιους, τις οικογένειές τους, τα άτομα που τους φροντίζουν και τα προσφιλή τους πρόσωπα

Στον 21ο αι., η φροντίδα των ηλικιωμένων δεν ανατίθεται, κατ’ ανάγκη, σε μέλη της οικογένειας. Αντίθετα, πολλές οικογένειες επιλέγουν το να απευθυνθούν σε ειδικούς, κυρίως σε γηροκομεία, για να αναλάβουν, έναντι πληρωμής, την προστασία και την στέγαση των γονέων τους. Πολλές φορές, δε, την επιλογή αυτή την κάνουν οι ίδιοι οι ηλικιωμένοι. Συγκεκριμένα, άτομα τα οποία δεν έχουν παιδιά ή εν ζωή συγγενείς που να κατοικούν πλησίον τους ή που δεν επιθυμούν το να διαμείνουν σε συγκεκριμένες συνθήκες, αισθάνονται ανακούφιση σε τέτοιους χώρους, καθώς δεν επιβαρύνουν τους οικείους τους και βρίσκονται ανάμεσα σε άτομα με παρόμοια ενδιαφέροντα και χαρακτηριστικά με τους ίδιους. Σε άλλες περιπτώσεις δεν δίδεται καν επιλογή ενώ μπορεί να επιβάλλεται και η μεταφορά σε γηροκομείο για λόγους υγείας, ψυχικής ή σωματικής. Το βέβαιο είναι πως οι ηλικιωμένοι αποτελούν μία κοινωνικά ευαίσθητη ομάδα και πως, στη σημερινή κοινωνία, θεωρούνται σχεδόν επιβαρυντικοί αφού δεν παράγουν χρήμα. Όμως, αυτή η εντύπωση είναι κατά κόρον λάθος. Μπορεί, μεν, τα άτομα αυτά να είναι ευάλωτα, αλλά δεν παύουν να έχουν εμπειρία, απόψεις, να έχουν συνδράμει στην εξέλιξη της κοινωνίας και να ασκούν επιρροή στο σύνολο

Σε αντίθεση με τα νεότερης ηλικίας άτομα, οι ηλικιωμένοι δεν βρίσκονται αντιμέτωποι με τον αιφνίδιο θάνατο σε εξίσου μεγάλο βαθμό. Αντίθετα, δεδομένου πως ο κύκλος τους, κατά κύριο λόγο, ειδικά σε φιλικό επίπεδο, απαρτίζεται από άτομα μεγάλης ηλικίας, είναι αρκετά συχνό το να βιώνουν θλίψη, πένθος και απώλεια που συνδέεται με την ασθένεια και το θάνατο αγαπημένων προσώπων.

Πέραν αυτής της διάστασης, ωστόσο, το άτομο μπορεί να αισθάνεται παρόμοια συναισθήματα λόγω του ότι το ίδιο πάσχει από μία βαριά ή ανίατη νόσο που επηρεάζει το γενικό επίπεδο υγείας και ζωής του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η απώλεια βιώνεται με την κυριολεκτική έννοια καθώς το άτομο μπορεί να στερείται, λ.χ. μία βασική αίσθησή του όπως η ακοή και η όραση, την ομιλία του, να παρουσιάζει κινητικά προβλήματα ή ψυχικές και νευρολογικές νόσους με συνέπεια την απώλεια της διαύγειας και της συναίσθησης του περιβάλλοντος χώρου .

Μεγαλύτερες επιπτώσεις φαίνεται να έχει η απώλεια ενός συντρόφου ζωής για εύλογα αίτια. Τα άτομα τα οποία βιώνουν το πένθος και θρηνούν το θάνατο του ή της συζύγου, θεωρούν την εμπειρία ως μία από τις τραγικότερες εμπειρίες της ζωής τους και, σε πολλές περιπτώσεις, δεν επανέρχονται ποτέ πλήρως. Ακόμα και άτομα που πάσχουν από νευρολογικές και ψυχικές παθήσεις και δεν έχουν πλήρη συνείδηση, φαίνεται να επιβαρύνονται σημαντικά από τέτοιες καταστάσεις. Το γεγονός, δε, πως τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας θρηνούν μαζί τους, μπορεί να ωφελήσει ή να επιβαρύνει το άτομο, ανάλογα με την προσωπικότητα του και τις συνθήκες ζωής του και θανάτου του αγαπημένου προσώπου

Οι πρόσφατα, ειδικά, χηρεύσαντες είναι περισσότερο πιθανό να εμφανίσουν ψυχοσωματικές παθήσεις, κατάθλιψη και να παρουσιάσουν επιδείνωση στο γενικό επίπεδο υγείας τους από τους υπόλοιπους ηλικιωμένους.

Τα άτομα αυτά παρουσιάζουν συμπτώματα τα οποία συνδέονται με το άγχος, όπως αναπνευστικές και καρδιολογικές παθήσεις και χάνουν την επιθυμία τους για ζωή.

Παραδόξως, οι άνθρωποι αυτοί μπορεί και να διανύουν περιστασιακές περιόδους άκρατης ευφορίας, κάτι που είναι χαρακτηριστικό της κατάθλιψης. Άλλοι, αισθάνονται ενοχές, θλίψη και μοναξιά ενώ δεν είναι σπάνιο κανείς να αισθάνεται ανακούφιση ή κάθαρση. Για άλλη μία φορά, λοιπόν, γίνεται σαφές πως το πως βιώνει κανείς τέτοιες καταστάσεις δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί. Η υποστήριξη από πρόσωπα του περιβάλλοντος και παράγοντες όπως η θρησκεία και η γενική κατάσταση της υγείας είναι, επίσης, καθοριστικής σημασίας.

Παρότι κάθε περίπτωση είναι, όντως, μοναδική, είναι δυνατό να περιγράψει, κανείς, κάποια κοινά «μοτίβα» που αναπτύσσονται. Γενικά, αμέσως μετά την απώλεια, οι ηλικιωμένοι αισθάνονται πόνο, μούδιασμα και επιθυμία για απομόνωση. Σε δεύτερο στάδιο, πολλοί βρίσκονται σε μία αντιφατική κατάσταση και νιώθουν άρνηση ή επιθυμούν να λάβουν αποφάσεις για τη μετέπειτα ζωή τους. Πρόσωπα που αναλαμβάνουν την ταφή του αγαπημένου μπορεί να επιθυμούν να εξαφανίσουν τα υπάρχοντα του ή της συντρόφου ή να αποσυρθούν σε προσωπικό χώρο. Σε τρίτο στάδιο, βιώνουν άγχος, νοσταλγία και επιθυμία να βρεθούν κοντά με τον αποθανόντα. Ακολουθεί ένα τέταρτο στάδιο, αυτό της συνειδητοποίησης της απώλειας. Αυτό το στάδιο χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια για αφομοίωση της κατάστασης. Πολλοί ανακαλούν αναμνήσεις ή, τις τελευταίες στιγμές πριν το θάνατο και προσπαθούν να κατανοήσουν την κατάσταση. Οι ενοχές είναι ένα αναμενόμενο συναίσθημα όπως και η τάση για προσπάθεια επανόρθωσης λαθών. Το στάδιο αυτό διαρκεί για αρκετές εβδομάδες. Πέμπτον, λίγους μήνες μετά την απώλεια, οι ηλικιωμένοι είναι πιθανόν να απομονωθούν ξανά, να αισθάνονται συχνή δυσφορία, άγχος και μοναξιά και να επαναλάβουν τα παραπάνω στάδια. Για πολλούς το τραύμα είναι μόνιμο ενώ άλλοι θα εκδηλώσουν συμπεριφορές που θα ποικίλλουν ανά το χρόνο και τον τόπο. Αναμενόμενο είναι να εκδηλωθούν και να εκφρασθούν συναισθήματα με πολύ έντονες μεταβολές και σε υψηλές συχνότητες με ή χωρίς αφορμές.

Οι ηλικιωμένοι απαρτίζουν ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, ειδικά στη γηράσκουσα Ευρώπη η οποία μαστίζεται από ένα έντονο δημογραφικό πρόβλημα, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η υπογεννητικότητα με παράλληλη αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Έτσι, τις επόμενες δεκαετίες, αναμένεται το ποσοστό των ηλικιωμένων να αυξηθεί ακόμη περισσότερο. Συνεπώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της δίνουν μεγάλο βάρος στο να επιτευχθεί το υγιές γήρας και να αντιμετωπιστούν τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι. Η γεροντολογία μπορεί να ωφελήσει στο να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των ατόμων ώριμης ηλικίας που, μπορεί μεν να βρίσκονται εκτός της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας, αλλά είναι ενεργοί καταναλωτές και πολίτες, με έντονη συμμετοχή στα κοινά και το δημόσιο βίο.

Από τη φύση του ο άνθρωπος θα κληθεί να αντιμετωπίσει τον πόνο και το φόβο της ασθένειας, του γήρατος και του θανάτου. Ειδικά σήμερα, που το επίπεδο παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης έχει βελτιωθεί σημαντικά, πολλές παθήσεις που στο παρελθόν θεωρούνταν απειλητικές για τη ζωή θεραπεύονται. Ωστόσο, είναι αναπόφευκτο το να κληθεί κανείς να αντιμετωπίσει την απώλεια. Σύμφωνα με μελέτες, τα νεαρά άτομα τείνουν να διατηρούν μία διαφορετική στάση από ότι οι ηλικιωμένοι, και, παρότι θα ανέμενε κανείς το ότι ένας άνθρωπος ωριμότερης ηλικίας θα είναι και περισσότερο έτοιμος/η να διαχειριστεί τέτοιες καταστάσεις, αντίθετα, βιώνουν διαφορετικά το πένθος και τη θλίψη και, σε πολλές περιπτώσεις, οι επιπτώσεις της απώλειας είναι πολύ μεγαλύτερες και δριμύτερες για αυτούς.

Σε κοινωνιολογικό και ανθρωπολογικό επίπεδο, σε ό,τι αφορά την απώλεια, παρατηρείται πως τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας συμπάσχουν, μεν, αλλά, ιδιαιτέρως σε αστικά κέντρα, το άτομο απομονώνεται και αντιμετωπίζει την απώλεια μόνο. Στο παρελθόν, το πένθος ήταν περισσότερο μία συλλογική διαδικασία στην οποία συμμετείχαν όλα τα μέλη του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος. Πλέον, φαινόμενα όπως η αστικοποίηση, η αλλαγή του αξιακού και κοινωνικού συστήματος εντός της πολιτείας και η τάση για κοινωνικό ανταγωνισμό εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας, ωθούν τα άτομα στο να αντιλαμβάνονται την απώλεια ως μία προσωπική υπόθεση και να θεωρούν μεμπτό το να εκφράσει κανείς τον πόνο και τη θλίψη του σε άτομα πλην του στενού του κύκλου.

Όσο πιο βιομηχανοποιημένη η κοινωνία, τόσο πιο έντονα εμφανίζεται αυτό το πρόβλημα .Για να μπορέσουν να βοηθούν οι ηλικιωμένοι θα πρέπει να υπάρξει υποστήριξη από το σύνολο, κατανόηση, πρόληψη και πρόβλεψη. Επίσης, είναι βασικό να ξεπεραστούν στερεότυπα που σχετίζονται με την σύνδεση της οικονομικής παραγωγικότητας και της «χρησιμότητας» και να αντιμετωπιστούν όλες οι περιπτώσεις ως ξεχωριστές.

Αφροδίτη Κασιμιάδου
Γενικός οικογενειακός ιατρός-ΜSc Γεροντολόγος
Κύπρου 2 Χαλκηδόνα
Τηλ ιατρείου 2391023150-Κινητό 6980424691

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *