Είμαι η Μαίρη, κόρη φουκαρά

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν είμαι εγώ. Η Μαίρη, σκέτο. Τελεία, παύλα, τελεία. Χωρίς να απαιτείται ο προσδιορισμός «η κόρη του τάδε», η «γυναίκα του δείνα», η «μάνα εκείνου». Μα στο σχολείο, όποτε ρωτούσα κάτι τέτοια, ο δάσκαλος με πετούσε έξω και μου ζητούσε να έρθω με τον κηδεμόνα μου-ηγεμόνα μου.

Μεγάλωσα όμως. Στο έξω μου, όχι στο μέσα μου-άσχετον. Έχω και δυο παιδάκια, κοντά-κοντά στις ηλικίες, να μεγαλώσουν μαζί, όπως με συμβούλευε κι η φουκαριάρα η μάνα μου. Αυτά μεγαλώνουν μαζί κι εμένα με μετατρέπουν σε… ναζί, όταν τα βλέπω να πετάει το ένα στο άλλο τις φακές. Μαγειρεμένες…!

Δεν πήραν τα παιδιά μου στον παιδικό σταθμό κι ας είμαι εργαζόμενη. Το κακοπληρωμένο μου 4ωρο  μετατρέπεται καθημερινά σε έκτακτο-τακτικό 6ωρο, ενίοτε και 8ωρο. Πληρώνομαι όλο με έναντι και κοψοχολιάζω κι από πάνω μη χάσω τη δουλειά κάθε φορά που αρρωσταίνουν τα μικρούλια και φτάνω ξέπνοη και καθυστερημένη.

Καθυστερημένα νοίκια, καθυστερημένες οι δόσεις του δανείου για το σπίτι, καθυστερημένες ανάσες όποτε φτάνει 22 του μήνα και το ντουλάπι έχει αδειάσει από γάλα και κρέμες. Η μάνα μου, επιστρατεύει διάφορες τεχνικές, όπως τις θυμάται από τη δεκαετία του ’50. Ρυζάλευρο για να «τα πιάνει» και γαλακτοφέτες στο τηγάνι για πρωινό. Όταν γυρίζω από τη δουλειά, δεν είναι η κούραση που κάνει τα μάτια της να φαίνονται δακρυσμένα.

Ξεθεώνομαι ως αργά το βράδυ να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα. Πλύσιμο, σιδέρωμα, μάζεμα στα παιχνίδια που βρίσκονται παντού! Κάτω από το κρεβάτι, μέσα στο πλυντήριο, πίσω από την ξυλόσομπα, στα μισά της σκάλας. Σαν πέφτουν τα αγγελούδια μου να αναπαυτούν, έρχεται η μεγάλη στιγμή. Ανοίγω τον απορροφητήρα, ανάβω ένα τσιγάρο και παίρνω να διαβάσω το «τρίτο στεφάνι».

Το… «στεφάνι μου», δουλεύει στα αγροτικά. Δυο μέτρα άντρας γυρίζει σπίτι κυρτωμένος από την κούραση και την απογοήτευση. Τόσος κόπος, τόση λάσπη, τόση αγωνία, τόσος κάματος, για λιγοστά ευρώ. Κι αυτά υποθηκευμένα στο αύριο της χώρας. Δακρύζει σαν κοιτάζει τα παιδιά μας. Χαϊδεύει απαλά τα κεφαλάκια τους, τους υπόσχεται πύργους για ιππότες και το κουκλόσπιτο της αμερικανοκανιάρας κούκλας, τους λέει παραμύθια πιο άτεχνα κι από πολιτικούς λόγους. Το βράδυ στο κρεβάτι μας, με ρωτά ανήσυχος: «Έχεις αύριο για ψωμί;»

Το ψωμί ψωμάκι θα λέγαμε αν δεν ήταν κι η σύνταξη του πατέρα μου. Μικρή μα θαυματουργή. Πώς φτάνει να μπολιάζει κάθε μήνα τον πενιχρό οικογενειακό προϋπολογισμό, δεν το ‘χω καταλάβει. Σαν το θαύμα του Χριστού με τα εφτά ψωμιά και τα εφτά ψάρια, τα λιγοστά ευρουλάκια του πολλαπλασιάζουν τα τρόφιμα, πληρώνουν ΔΕΗ και αγοράζουν πότε-πότε και κάνα αθλητικούλι για τα μικρά που μεγαλώνουν κάθε μήνα, ένα χρόνο…

Έρχονται Χριστούγεννα και όλες μου οι ελπίδες για ένα καλύτερο πιάτο φαί στο οικογενειακό τραπέζι, έχουν επικεντρωθεί στο περιβόητο αυτό “μέρισμα” που δε φτάνει μήτε να ζεστάνει τις γιορτινές μέρες το ξεπαγιασμένο μας διαμέρισμα…

Χρόνο δεν έχω, ούτε καν για να δω ειδήσεις. Αφήνω ανοιχτή την τηλεόραση να γρατζουνάει κι εγώ μαγειρεύω, πλένω πιάτα, καθαρίζω το άδειο μονίμως ψυγείο. Παντελώς αδιάφορη για το μέτωπο κατά Τουσκ, του Ερντογάν τις πανθηρολογίες, τα μπουνίδια σε κόμματα σκέτες… τελείες και το εορταστικό ωράριο στις ανεόρταστες πόλεις μας. Στα παλιά μου -έτσι κι αλλιώς, όλα παλιά τα φοράω- υποδήματα, όλα τούτα.

Τα παιδάκια μου με νοιάζουν. Αν αύριο θα έχουν γάλα. Αν θα πάρουμε το κοινωνικό μέρισμα να κλείσουμε καμιά τρυπούλα στον οικογενειακό προϋπολογισμό που είναι πιο ελλιπής κι από του κράτους! Κι αν ο πατέρας τους πάψει να με ρωτάει κάθε βράδυ, μα κάθε βράδυ: «έχεις για ψωμί;».

Εγώ, η Μαίρη. Όχι Παναγιωταρά. Κόρη Φουκαρά…

Πηγή:efsyn.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *