Της Μαρούλας Βαφειάδου
όταν η λέξη αυτή άρχισε να γίνεται της μόδας πριν από κάμποσες δεκαετίες,,,,,
H ΜΑΛΑΚΑΣ
Μέσα στη ντάλα του δειλνού
στην κάψα του καλοκαιριού
χαλιέβ’η μάμου να κοιμθεί
να ξιπουστάσει δηλαδή
καμόσου λιέει να ουζαντίσου
τα μάτια λίγου να σφαλίσου
για λίγο μόνο να με κλέψει
ένας υπνάκος ώς τις έξι
στ΄ιποικισμού μας του μπινά
σιβέν’στου μούτσκου του νουντά
άτουρα μι ν’καταταρνιά
πού’χιν τα ντάλια τα τρανά
που μας προσφέραν και δροσιά
ξαπχώνει χαμουιουαστή
και το θεό ευχαριστεί
σφαλνά το μάτι το δεξί
και το ζερβό καραδοκεί
Μορφέας την πολιορκεί
μα πρίν την κλέψει για καλά
ακούει η μάμου μιά ουαλιά
-μαλάκα ιάουα πιδουνά
άφκι ια λιγου του μπαχτσιά
πάμι μαζί στουν καφινιέ
δα σι κιράσου κι καφέ
-άσε μαλάκα μου γιατ
η τάτους σπίτ’μι καητηρεί
χαλιέβ’να πάμι στου μπαχτσιά
να μάσουμι κι τα κουκιά
-χέσε μας ρε μαλάκα μου
κι έχω πάθει την πλάκα μου
σι ρόκουσαν μέσ’του μπαχτσιά
κι δέν πιρνάς απιδουνά
-μαλάκα άσε τις μαγκιές
τις μαλακίες τις πολλές
γιατί άν αργήσω εσύ θα φταίς
μαλάκα ιγώ μαλάκα ισύ
καθώς το παίζαν το βιολί
αρτσιώθκιν σ’μάμους του μαλλί
-να ξιραθίτι σ’κουπανά
κι του μπιρντέ παραμιρνά
-ισείς πηδούδια μου καουά
δέν έχτι ουνόματα? ρουτά
-όχ'”απαντούνε κυνικά
“-σάνι μαλάκα τ’κιρατά
γλιούουρα να λείπς απιδουνά
πιάλια ικιά που σι κιρνά
ή κατ’μπαμπάκα σ’του μπαχτσιά
μή χέσ’η χώρα που καουά
θάρουμ κοιμθού μιά μουκουσιά”