Μάθε παιδί μου γράμματα -κι άμα βρεις δουλειά, να μου γράψεις…
Του Βασίλη Αναστασόπουλου
Η -πολύ πρόσφατη- προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για τη διαφθορά και τη διαπλοκή θα μπορούσε να είναι εξόχως διαφωτιστική για το φαινόμενο που κυριαρχεί στην πολιτική ζωή του τόπου στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Ατυχώς, δεν ήταν -όχι ότι αυτό μας προξενεί κάποια ιδιαίτερη έκπληξη. Υπήρχαν όμως σημεία στα λόγια του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πέρα από τη ρητορική περί διαπλοκής, στα οποία θα άξιζε ίσως να σταθούμε.
Πάρτε για παράδειγμα την αποστροφή του λόγου του Αλέξη Τσίπρα για το παραγωγικό μοντέλο που υπερασπίζεται και για το οποίο είπε πως αγωνίζεται. Ένα παραγωγικό μοντέλο, όπως το περιέγραψε, «που θα αξιοποιεί το βασικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομίας: το υψηλών προσόντων και εξειδικευμένο προσωπικό της». Μόνο που… ξέχασε, μάλλον, ο πρωθυπουργός να μας πει ότι είναι ακριβώς οι εξειδικευμένοι και οι προσοντούχοι του τόπου αυτού, που, καθώς βλέπουν ότι στην Ελλάδα της κρίσης είτε δεν μπορούν να βρουν δουλειά είτε δεν δύνανται να προσβλέπουν σε ανταμοιβή ανάλογη των δεξιοτήτων τους, είναι οι πρώτοι που επιλέγουν να φύγουν στο εξωτερικό, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Πώς λοιπόν θα βασιστεί επάνω τους το παραγωγικό μοντέλο μιας ολόκληρης χώρας, όταν η Πολιτεία δεν κάνει τίποτα για να τους κρατήσει εντός των τειχών;
Απέναντι στον κ. Τσίπρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν δίστασε να… περιφέρει επιδεικτικά τις γνώσεις του στην Ολομέλεια της Βουλής, αναφερόμενος συχνά-πυκνά στα τρία πτυχία -ξένων πανεπιστημίων- που διαθέτει και αντιπαραβάλλοντάς τα με το ένα πτυχίο ελληνικού ακαδημαϊκού ιδρύματος, που διαθέτει ο πρωθυπουργός. Αν και τα… έμπλεξε κάπως με τον Ρουσώ και τον Μοντεσκιέ, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα μπορούσε ίσως να υποκρύπτει πίσω από την επιμονή να «μετράει» τη γνώση με βάση τον αριθμό των πτυχίων, την πρόθεσή του να μετατρέψει σε «μηχανοδηγούς» της ατμομηχανής που λέγεται «ελληνική οικονομία», τους ανθρώπους με αποδεδειγμένες περγαμηνές.
Σίγουρα, η αξία ενός ανθρώπου δεν μετριέται με τα πτυχία του. Πόσω μάλλον σε μια Ελλάδα, που απαξιώνει καθημερινά τη γνώση και μετατρέπει τους τίτλους σπουδών σε υλικό για… κορνίζες ή σε κουρελόχαρτα. Ίσως όμως είναι η ώρα η Ελλάδα να πάψει, ως άλλος Κρόνος, να… τρώει τα παιδιά της. Είναι ίσως η ώρα να δοθεί η ευκαιρία στους ανθρώπους που κόπιασαν επί χρόνια πάνω από τα βιβλία, που έμειναν στη χώρα ή που πήγαν στο εξωτερικό και επέστρεψαν με πτυχία, μεταπτυχιακά και διδακτορικά από δύσκολα και επίπονα προγράμματα σπουδών, να έχουν την -έμπρακτη- αναγνώριση που τους αξίζει.
Χρειάζεται ωστόσο, προς τούτο, μια ριζική τομή, μία βαθιά μεταρρύθμιση, που είναι αμφίβολο αν οι πολιτικοί μας ηγέτες έχουν τα… κότσια να την φέρουν εις πέρας. Αρκεί να δει κανείς τι γίνεται στις προκηρύξεις για τις προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ, για παράδειγμα. Θα διαπιστώσει ότι, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, κοινωνικά κριτήρια, όπως η εντοπιότητα, το ποσοστό αναπηρίας, η πολυτεκνία, ο χρόνος ανεργίας κ.ά. μοριοδοτούνται περισσότερο από την εργασιακή εμπειρία και τους τίτλους σπουδών. Και αν ισχυριστεί κανείς ότι αυτό συμβαίνει για λόγους ισονομίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, ας αναλογιστεί ωστόσο πόσο άδικο και απαξιωτικό είναι για τους ανθρώπους που μόχθησαν για να κατακτήσουν ένα γνωστικό ή επιστημονικό αντικείμενο, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν ότι, στη χώρα μας, αυτό καμία αξία δεν έχει και κανέναν ρόλο δεν παίζει ως προς την επαγγελματική τους αποκατάσταση, ιδίως όταν μιλάμε για τον δημόσιο τομέα -και μιλάμε κυρίως γι’ αυτόν, γιατί από και θα πρέπει να ξεκινήσει η όποια ουσιαστική και ειλικρινής απόπειρα μεταρρύθμισης του κράτους. Θα πρέπει λοιπόν να βρεθεί το σωστό μείγμα, που θα προτάσσει τη γνώση, δίχως όμως να φτάσει στο άλλο άκρο και να απαξιώσει τα κοινωνικά κριτήρια, ώστε να δούμε σε θέσεις-«κλειδιά» για την ανάπτυξη αυτού του τόπου και για την παραγωγική διαδικασία, ανθρώπους που αποδεδειγμένα μπορούν να συμβάλουν στον στόχο αυτό.
Τη θέση έχουν, ωστόσο, οι προσοντούχοι, στην Ελλάδα του «βύσματος» και της μετριότητας; Ποιο παραγωγικό μοντέλο μπορεί να βασιστεί επάνω τους, όταν το ίδιο το σύστημα τους «ξερνάει»; Τι κίνητρο έχουν να παραμένουν σε έναν τόπο που απαξιώνει τις γνώσεις τους; Κανένα, είναι η θλιβερή απάντηση. Δυστυχώς, δεν έχουν όλοι την ευκαιρία να γίνουν πρωθυπουργοί ή, έστω, διευθυντές σε κάποια τράπεζα…