Την Παρασκευή 5 Μαϊου συμπληρώθηκαν εφτά χρόνια από την δολοφονία τεσσάρων συνανθρώπων μας στην Μαρφίν. Η θλιβερή αυτή επέτειος πέρασε απαρατήρητη από κόμματα και πολιτικούς. Δύο «τουιταρίσματα», του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ανδρέα Λοβέρδου ήταν η συμμετοχή του πολιτικού κόσμου σε αυτήν.
Την τιμή της νεολαίας την διέσωσε η πράξη των στελεχών της ΟΝΝΕΔ, εν σώματι, να αποθέσουν λίγα λουλούδια στο σημείο της δολοφονίας. Οι πολιτικοί, παρ΄όλη την εμπειρίας τους, δεν εκτίμησαν σωστά αυτό που εκτίμησαν τα νέα παιδιά της ΟΝΝΕΔ. Την δύναμη της εικόνας. Τον ισχυρότατο συμβολισμό που θα αναδείκνυε η στιγμή, που σύσσωμη η κοινοβουλευτική ομάδα ενός κόμματος, με επικεφαλής τον αρχηγό της, θα τιμούσε, με λίγα λουλούδια, τα θύματα των στυγνών δολοφόνων.
Βέβαια, το παρελθόν δεν προδίκαζε πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Ουδέποτε ο φιλελεύθερος χώρος διακρίθηκε για την ενεργητική του στάση απέναντι στην τρομοκρατία. Σιώπησε, και αδιαμαρτύρητα δέχτηκε την δράση των δολοφόνων της εξτρεμιστικής Αριστεράς. Γιατί, ενδόμυχη διαμαρτυρία δεν υπάρχει. Η προσωπική αγανάκτηση και ο θυμός του καθενός ξεχωριστά, δεν αποτελεί πολιτικό γεγονός. Δεν παράγει πολιτικά αποτελέσματα.
Ας αναλογιστεί ο αναγνώστης, αν οι δράστες του εμπρησμού της Μαρφίν ήταν δεξιοί, τι θα γινόταν. Αν αυτοί που εμπόδιζαν τα πυροσβεστικά οχήματα να προσεγγίσουν το καιόμενο κτήριο δεν ήταν μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και του ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά της δεξιάς παράταξης. Θα είχαμε για πολλά-πολλά χρόνια μνημόσυνα, τελετές, παραστάσεις, επεισόδια.
Ο φιλελεύθερος χώρος δεν έχει συλλογική μνήμη και δεν έχει θυμό.
Θυμάμαι, πριν από χρόνια όταν οι συγγενείς των θυμάτων της «17 Νοέμβρη» θέλησαν να κάνουν μιαν εκδήλωση διαμαρτυρίας στην μνήμη των νεκρών τους, συγκεντρώθηκαν είκοσι άτομα. Τι συμβαίνει λοιπόν στην Ελληνική κοινωνία;
Γιατί στην Ιταλία, στην Γαλλία και στην Ισπανία διαδηλώνουν εκατομμύρια πολίτες κατά της τρομοκρατίας, με επικεφαλής τις πολιτικές ηγεσίες τους και στην πατρίδα μας δεν συγκεντρώνονται ούτε τριάντα άνθρωποι; Τόσο χαλασμένοι είμαστε; Τόσο απαθείς στεκόμαστε μπροστά στο γεγονός πως δέκα «κατσαπλιάδες» αποφασίζουν – με τα όπλα ή με τις βόμβες – να εξοντώσουν τους ταξικούς τους εχθρούς;
Νομίζω, πως αυτή η αδιαφορία οφείλεται, εν πολλοίς, στο γεγονός πως η Ελληνική κοινωνία, ο μεγάλος φιλελεύθερος – αστικός χώρος, έχει εμποτισθεί με το χρόνιο ιδεολόγημα της Αριστεράς πως υπάρχει η «καλή βία», την οποία και έχει αποδεχθεί σιωπηρά.
Φαίνεται, πως ενώ οι εξτρεμιστές της Αριστεράς σκοτώνουν και ρίχνουν βόμβες, αυτοί που αισθάνονται ένοχοι είναι οι αστοί. Διαφορετικά δεν εξηγείται η σιωπή όλων μας.Μάλλον, έχουμε ενσωματώσει, αδιαμαρτύρητα, στην καθημερινή μας ζωή τις πράξεις βίας. Και βέβαια σε αυτό συντελεί και ο τρόπος αντίδρασης της Ελληνικής Πολιτείας στις έκνομες δραστηριότητες αυτών των ομάδων.
Μια ολόκληρη ιστορική γειτονιά της πρωτεύουσας έχει αφεθεί στα χέρια εξτρεμιστών της Αριστεράς και το επίσημο κράτος όχι μόνον δεν αντιδρά, αλλά έχει παραιτηθεί από συγκεκριμένες δραστηριότητες του στην περιοχή( συγκοινωνίες, αστυνόμευση, λειτουργία γραφείων κρατικών οργανισμών).
Ολα αυτά είναι η φυσιολογική κατάληξη μιας μακρόχρονης διαδικασίας στην οποία οι θύτες έγιναν αποδεκτοί από ένα κομμάτι της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος ως «λαϊκοί τιμωροί» και τα θύματα δαιμονοποιήθηκαν με το πρόστυχο «σίγουρα, και αυτοί κάτι θα έκαναν».
Θέλω να ελπίζω πως του χρόνου, με άλλες πολιτικές συνθήκες, η συγκεκριμένη ημέρα μνήμης θα τιμηθεί από όλον τον πολιτικό κόσμο και από απλούς πολίτες, επί τόπου, με λίγα λουλούδια